Anonymous

προσκολλάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0770.png Seite 770]] daran leimen, ühh. daran befestigen, pass. daran fest sein, daran kleben, διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι καὶ προσκεκολλημένην, Plat. Phaed. 82 c, vgl. Legg. V, 728 b; übertr., daran hangen, Einem fest anhangen, ihm treu ergeben sein, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0770.png Seite 770]] daran leimen, ühh. daran befestigen, pass. daran fest sein, daran kleben, διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι καὶ προσκεκολλημένην, Plat. Phaed. 82 c, vgl. Legg. V, 728 b; übertr., daran hangen, Einem fest anhangen, ihm treu ergeben sein, N. T.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />coller à, fixer solidement à ; <i>Pass.</i> être collé à, être fortement attaché à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κολλάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκολλάω''': ὡς καὶ νῦν, κολλῶ τι ἐπί τινος ἢ εἴς τι, τι [[πρός]] τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· τὸ [[ξύλον]] τὸ (γ)ογγύλον (ἀποπε)ράναι καὶ προσκολλῆσαι Ραγκαβῆ Ἑλλην. Ἀρχ. σ. 88. ― Παθ., [[καθόλου]], κολλῶμαι, προσκολλῶμαι εἴς τι, [[ἐμμένω]] ἔν τινι, Πλάτ. Φαίδων 82Ε, Νόμ. 728Β· ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, πρ. τῇ γυναικὶ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιθ΄, 5· πρὸς τὴν γ. Ἑβδ. (Γεν. Β΄, 24), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ι΄, 7, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. ε΄, 31· ἴδε [[προσκλίνω]] ΙΓ. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ συμπαγοῦς ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43.
|lstext='''προσκολλάω''': ὡς καὶ νῦν, κολλῶ τι ἐπί τινος ἢ εἴς τι, τι [[πρός]] τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· τὸ [[ξύλον]] τὸ (γ)ογγύλον (ἀποπε)ράναι καὶ προσκολλῆσαι Ραγκαβῆ Ἑλλην. Ἀρχ. σ. 88. ― Παθ., [[καθόλου]], κολλῶμαι, προσκολλῶμαι εἴς τι, [[ἐμμένω]] ἔν τινι, Πλάτ. Φαίδων 82Ε, Νόμ. 728Β· ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, πρ. τῇ γυναικὶ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιθ΄, 5· πρὸς τὴν γ. Ἑβδ. (Γεν. Β΄, 24), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ι΄, 7, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. ε΄, 31· ἴδε [[προσκλίνω]] ΙΓ. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ συμπαγοῦς ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />coller à, fixer solidement à ; <i>Pass.</i> être collé à, être fortement attaché à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κολλάω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR