Anonymous

πωρόω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0828.png Seite 828]] blind machen, wie [[πηρόω]], zw. versteinern, verhärten, bes. harte Geschwulst, Knochenverhärtung verursachen, Medic. Auch durch einen Knochengallert, callus, gebrochene Knochen wieder verbinden, heilen, Medic. – Übertr., verhärten, gefühllos machen, σαρκὸς ἐκ τοῦ στέατος πεπωρωμένης, Ath. XII, 540; auch geistig, N. T. u. LXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0828.png Seite 828]] blind machen, wie [[πηρόω]], zw. versteinern, verhärten, bes. harte Geschwulst, Knochenverhärtung verursachen, Medic. Auch durch einen Knochengallert, callus, gebrochene Knochen wieder verbinden, heilen, Medic. – Übertr., verhärten, gefühllos machen, σαρκὸς ἐκ τοῦ στέατος πεπωρωμένης, Ath. XII, 540; auch geistig, N. T. u. LXX.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />rendre calleux, durcir.<br />'''Étymologie:''' [[πῶρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πωρόω''': μέλλ. -ώσω, ([[πῶρος]]) λιθοποιῶ, ἀπολιθώνω, [[σκληρύνω]], εἰς λίθον [[μεταβάλλω]], Πισίδης παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. Παθ., πωροῦμαι, [[γίνομαι]] [[πῶρος]], μεταβάλλομαι εἰς πώρινον λίθον ἐν τῇ κύστει, ἐπὶ τοῦ πινομένου ὕδατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286. 2) ἑνώνω [[ὀστοῦν]] κατεαγὸς διὰ τῆς πωρώδους ὕλης (πρβλ. [[πῶρος]] 5), Ἱππ. π. Ἀγμ. 779, Διοσκ. 1. 89, 112 (111). Παθ., σκληρύνομαι, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 38, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 15, 2. ΙΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ παθ., σκληρύνομαι, [[γίνομαι]] [[ἀναίσθητος]], πωροῦμαι, ἐπὶ τῆς καρδίας, Εὐαγγ. κατὰ Μάρκ. ς΄, 52, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ια΄, 7· καὶ ([[ὅταν]] ὁ [[λόγος]] περὶ ὀφθαλμῶν) ἀποτυφλοῦμαι, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΖ΄, 7).
|lstext='''πωρόω''': μέλλ. -ώσω, ([[πῶρος]]) λιθοποιῶ, ἀπολιθώνω, [[σκληρύνω]], εἰς λίθον [[μεταβάλλω]], Πισίδης παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. Παθ., πωροῦμαι, [[γίνομαι]] [[πῶρος]], μεταβάλλομαι εἰς πώρινον λίθον ἐν τῇ κύστει, ἐπὶ τοῦ πινομένου ὕδατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286. 2) ἑνώνω [[ὀστοῦν]] κατεαγὸς διὰ τῆς πωρώδους ὕλης (πρβλ. [[πῶρος]] 5), Ἱππ. π. Ἀγμ. 779, Διοσκ. 1. 89, 112 (111). Παθ., σκληρύνομαι, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 38, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 15, 2. ΙΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ παθ., σκληρύνομαι, [[γίνομαι]] [[ἀναίσθητος]], πωροῦμαι, ἐπὶ τῆς καρδίας, Εὐαγγ. κατὰ Μάρκ. ς΄, 52, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ια΄, 7· καὶ ([[ὅταν]] ὁ [[λόγος]] περὶ ὀφθαλμῶν) ἀποτυφλοῦμαι, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΖ΄, 7).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />rendre calleux, durcir.<br />'''Étymologie:''' [[πῶρος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR