Anonymous

πρόσειμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0757.png Seite 757]] (s. [[εἰμί]]), daran, dabei sein, τινί; τῷ προσιόντι προσεῖναι, dem Angreifenden Stand halten, entgegentreten, Hes. O. 355; gew. nicht feindlich, τί δ' [[αὖτε]] χέρσῳ καὶ προσῆν, Aesch. Ag. 544; τοῦ λόγου δ' οὐ χρὴ φθόνον προσεῖναι, Soph. Trach. 250; ἀνδρί τοι χρεὼν μνήμ ην προσεῖναι, Ai. 517 u. öfter, wie Eur. τῷ καλῷ [[λύπη]] πρόσεστιν, Hec. 383; οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ πρόσεστιν, Phoen. 532; [[χάρις]] οὐ πρόσεστι, Heracl. 549; ἐπεὰν προσῇ ἡ ὥρη, wenn die rechte Zeit da ist, Her. 4, 30, vulg. προσίῃ; Plat. ὅσα ἄλλα ἐμοὶ πρόσεστι, Phaedr. 227 d, u. öfter; auch = Einem zukommen, εἰ γὰρ προσῆν, Theaet. 150 b; Hipp. mai. 294 d; ὧν οὐδὲν ἐμοὶ προσὸν ἀπέδειξεν, Antiph. 5, 9. (s. [[εἶμι]]), hinzugehen, herankommen, Hom. u. Folgde; absolut, πρόσιθ' ἀτρέμας, Eur. Or. 149; εἰς εὐνήν, Soph. El. 429; τινί, hingehen zu Einem, πρόσεισί σοι, Ar. Ach. 813 u. öfter; auch c. acc., [[πρόσειμι]] [[δῶμα]] καὶ [[βρέτας]] τὸ σόν, Aesch. Eum. 233; ὅτε Βακχίῳ Ἀλθαίας δόμους προσῇτε, Eur. Cycl. 40; u. in Prosa: [[ὅταν]] αὐτῷ προσίῃ τὸ [[ἐναντίον]], Plat. Phaed. 102 e; προσιέναι πρὸς τὴν Λάχεσιν, Rep. X, 620 d, wie Prot. 316 b; [[προσιτέον]] ἐγγυτέρω, Theaet. 179 c; προσῇμεν τῇ βουλῇ, Dem. 19, 17; τοῖς ἐφόροις, Pol. 4, 34, 5; πρὸς τὸ [[δέλεαρ]], 25, 21, 7. Auch γυναικί, Xen. Conv. 4, 38, mit einem Weibe Gemeinschaft pflegen, u. Sp.; – τὰ προσιόντα χρήματα, Ar. Eccl. 712, u. τὰ προσιόντα allein, die Einkünfte, Vesp. 664; [[φόρος]] προσῄει, Andoc. 3, 9; προσιόντων ἑξακοσίων ταλάντων φόρου, Thuc. 2, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0757.png Seite 757]] (s. [[εἰμί]]), daran, dabei sein, τινί; τῷ προσιόντι προσεῖναι, dem Angreifenden Stand halten, entgegentreten, Hes. O. 355; gew. nicht feindlich, τί δ' [[αὖτε]] χέρσῳ καὶ προσῆν, Aesch. Ag. 544; τοῦ λόγου δ' οὐ χρὴ φθόνον προσεῖναι, Soph. Trach. 250; ἀνδρί τοι χρεὼν μνήμ ην προσεῖναι, Ai. 517 u. öfter, wie Eur. τῷ καλῷ [[λύπη]] πρόσεστιν, Hec. 383; οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ πρόσεστιν, Phoen. 532; [[χάρις]] οὐ πρόσεστι, Heracl. 549; ἐπεὰν προσῇ ἡ ὥρη, wenn die rechte Zeit da ist, Her. 4, 30, vulg. προσίῃ; Plat. ὅσα ἄλλα ἐμοὶ πρόσεστι, Phaedr. 227 d, u. öfter; auch = Einem zukommen, εἰ γὰρ προσῆν, Theaet. 150 b; Hipp. mai. 294 d; ὧν οὐδὲν ἐμοὶ προσὸν ἀπέδειξεν, Antiph. 5, 9. (s. [[εἶμι]]), hinzugehen, herankommen, Hom. u. Folgde; absolut, πρόσιθ' ἀτρέμας, Eur. Or. 149; εἰς εὐνήν, Soph. El. 429; τινί, hingehen zu Einem, πρόσεισί σοι, Ar. Ach. 813 u. öfter; auch c. acc., [[πρόσειμι]] [[δῶμα]] καὶ [[βρέτας]] τὸ σόν, Aesch. Eum. 233; ὅτε Βακχίῳ Ἀλθαίας δόμους προσῇτε, Eur. Cycl. 40; u. in Prosa: [[ὅταν]] αὐτῷ προσίῃ τὸ [[ἐναντίον]], Plat. Phaed. 102 e; προσιέναι πρὸς τὴν Λάχεσιν, Rep. X, 620 d, wie Prot. 316 b; [[προσιτέον]] ἐγγυτέρω, Theaet. 179 c; προσῇμεν τῇ βουλῇ, Dem. 19, 17; τοῖς ἐφόροις, Pol. 4, 34, 5; πρὸς τὸ [[δέλεαρ]], 25, 21, 7. Auch γυναικί, Xen. Conv. 4, 38, mit einem Weibe Gemeinschaft pflegen, u. Sp.; – τὰ προσιόντα χρήματα, Ar. Eccl. 712, u. τὰ προσιόντα allein, die Einkünfte, Vesp. 664; [[φόρος]] προσῄει, Andoc. 3, 9; προσιόντων ἑξακοσίων ταλάντων φόρου, Thuc. 2, 13.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>inf.</i> προσεῖναι, <i>impf.</i> προσῆν, <i>f.</i> προσέσομαι;<br /><b>1</b> être le long <i>ou</i> auprès de ; être attaché à, joint à, τινι ; [[τῇ]] βίᾳ πρόσεισιν ἔχρθαι XÉN à la violence sont attachées des haines;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> être attaché à qqn, être la propriété de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[εἰμί]].<br /><span class="bld">2</span><i>impér.</i> πρόσιθι, <i>inf.</i> προσιέναι, <i>impf.</i> προσῄειν, <i>f.</i> [[πρόσειμι]];<br /><b>I.</b> ([[πρός]], vers) aller vers, s'approcher, s'avancer : τινί, s'approcher de qqn ; <i>avec</i> [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] et l'acc. ; <i>poét. avec l'acc. seul</i> : [[δῶμα]] ESCHL s'avancer vers une maison ; πρὸς βουλὴν ἢ δῆμον XÉN ; <i>ou</i> avec le dat. : [[τῷ]] δήμῳ XÉN se présenter au sénat, devant le peuple ; πρὸς τὴν πολιτείαν ESCHN, [[τῇ]] πολιτείᾳ PLUT prendre part au gouvernement des affaires ; <i>avec un suj. de chose</i> se présenter (à l'esprit), entrer (dans l'âme), <i>etc. ; en parl. du temps, etc.</i> approcher, s'avancer ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> s'avancer contre : πόλει, [[πρός]] τινα, [[ἐπί]] τινα contre une ville, contre qqn;<br /><b>2</b> approcher, fréquenter un maître, τινι;<br /><b>II.</b> ([[πρός]], en outre) venir en outre ; être un produit, un revenu.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[εἶμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσειμι''': ἀπαρ. -εῖναι, πρβλ. [[πρόσειμι]] ([[εἶμι]], ibo) Ι. 2· (εἰμί, sum). Προστίθεμαι εἴς τινα, τινι Ἡρόδ. 2. 99., 7. 173, καὶ Ἀττ.· [[προσυπάρχω]] τινί, [[συνυπάρχω]], [[ἀνήκω]], ἀνδρὶ [[μνήμη]] πρ. Σοφ. Αἴ. 521· [[δέος]], [[αἰσχύνη]], [[δύσνοια]], [[λύπη]] πρ. τινι [[αὐτόθι]] 1079, Ἠλ. 654· οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ πρ. Εὐρ. Φοίν. 529, πρβλ. Ἰσοκρ. 256C· δυσβουλίᾳ τῆ πόλει πρ. Ἀριστοφ. Νεφ. 588· τῇ βίᾳ πρ. ἔχθραι καὶ κίνδυνοι Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 12· ἐάν... [[θερμότης]] τῷ δίψει προσῇ Πλάτ. Πολ. 437D· ― μετ’ ἀπαρ., πρόσεστι γυναιξί... τίκτειν Πλάτ. Θεαίτ. 150Α. 2) ἀπολ., εἶμαι παρών, εἶμαι [[ἐκεῖ]], εἶμαι πλησίον, προσῆν πλέον [[στύγος]] Αἰσχύν. Ἀγ. 558· ὡς ἂν ἀγνοία προσῇ Σοφ. Φιλ. 129· γνώμη γὰρ εἴ τις κἀπ’ ἐμοῦ... πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 720· τοῦ λόγου δ’ οὐ χρὴ φθόνον πρ. ὁ αὐτ. Τρ. 251· [[τύχη]] μόνον προσείη Ἀριστοφ. Ὄρν. 1315· πρ. ἡ [[ὕβρις]] καὶ ἔτι ἡ... [[αἰσχύνη]] Δημ. 17. 5· οὐδὲν [[ἄλλο]] προσῆν ὁ αὐτ. 571. 25· τὰ προσόνθ’ ἑαυτῷ, τὰ ἀνήκοντα εἰς αὐτόν, Δημ. 318. 3, πρβλ. 1453. 25· καὶ [[ταῦτα]] προσέσται, καὶ [[ταῦτα]] θὰ [[εἶναι]] ἡμέτερα, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 28· τὰς τρισχιλίας καὶ τὸ προσόν, καὶ τὸ [[περίσσευμα]], Δημ. 949. 8.
|lstext='''πρόσειμι''': ἀπαρ. -εῖναι, πρβλ. [[πρόσειμι]] ([[εἶμι]], ibo) Ι. 2· (εἰμί, sum). Προστίθεμαι εἴς τινα, τινι Ἡρόδ. 2. 99., 7. 173, καὶ Ἀττ.· [[προσυπάρχω]] τινί, [[συνυπάρχω]], [[ἀνήκω]], ἀνδρὶ [[μνήμη]] πρ. Σοφ. Αἴ. 521· [[δέος]], [[αἰσχύνη]], [[δύσνοια]], [[λύπη]] πρ. τινι [[αὐτόθι]] 1079, Ἠλ. 654· οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ πρ. Εὐρ. Φοίν. 529, πρβλ. Ἰσοκρ. 256C· δυσβουλίᾳ τῆ πόλει πρ. Ἀριστοφ. Νεφ. 588· τῇ βίᾳ πρ. ἔχθραι καὶ κίνδυνοι Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 12· ἐάν... [[θερμότης]] τῷ δίψει προσῇ Πλάτ. Πολ. 437D· ― μετ’ ἀπαρ., πρόσεστι γυναιξί... τίκτειν Πλάτ. Θεαίτ. 150Α. 2) ἀπολ., εἶμαι παρών, εἶμαι [[ἐκεῖ]], εἶμαι πλησίον, προσῆν πλέον [[στύγος]] Αἰσχύν. Ἀγ. 558· ὡς ἂν ἀγνοία προσῇ Σοφ. Φιλ. 129· γνώμη γὰρ εἴ τις κἀπ’ ἐμοῦ... πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 720· τοῦ λόγου δ’ οὐ χρὴ φθόνον πρ. ὁ αὐτ. Τρ. 251· [[τύχη]] μόνον προσείη Ἀριστοφ. Ὄρν. 1315· πρ. ἡ [[ὕβρις]] καὶ ἔτι ἡ... [[αἰσχύνη]] Δημ. 17. 5· οὐδὲν [[ἄλλο]] προσῆν ὁ αὐτ. 571. 25· τὰ προσόνθ’ ἑαυτῷ, τὰ ἀνήκοντα εἰς αὐτόν, Δημ. 318. 3, πρβλ. 1453. 25· καὶ [[ταῦτα]] προσέσται, καὶ [[ταῦτα]] θὰ [[εἶναι]] ἡμέτερα, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 28· τὰς τρισχιλίας καὶ τὸ προσόν, καὶ τὸ [[περίσσευμα]], Δημ. 949. 8.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>inf.</i> προσεῖναι, <i>impf.</i> προσῆν, <i>f.</i> προσέσομαι;<br /><b>1</b> être le long <i>ou</i> auprès de ; être attaché à, joint à, τινι ; [[τῇ]] βίᾳ πρόσεισιν ἔχρθαι XÉN à la violence sont attachées des haines;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> être attaché à qqn, être la propriété de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[εἰμί]].<br /><span class="bld">2</span><i>impér.</i> πρόσιθι, <i>inf.</i> προσιέναι, <i>impf.</i> προσῄειν, <i>f.</i> [[πρόσειμι]];<br /><b>I.</b> ([[πρός]], vers) aller vers, s'approcher, s'avancer : τινί, s'approcher de qqn ; <i>avec</i> [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] et l'acc. ; <i>poét. avec l'acc. seul</i> : [[δῶμα]] ESCHL s'avancer vers une maison ; πρὸς βουλὴν ἢ δῆμον XÉN ; <i>ou</i> avec le dat. : [[τῷ]] δήμῳ XÉN se présenter au sénat, devant le peuple ; πρὸς τὴν πολιτείαν ESCHN, [[τῇ]] πολιτείᾳ PLUT prendre part au gouvernement des affaires ; <i>avec un suj. de chose</i> se présenter (à l'esprit), entrer (dans l'âme), <i>etc. ; en parl. du temps, etc.</i> approcher, s'avancer ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> s'avancer contre : πόλει, [[πρός]] τινα, [[ἐπί]] τινα contre une ville, contre qqn;<br /><b>2</b> approcher, fréquenter un maître, τινι;<br /><b>II.</b> ([[πρός]], en outre) venir en outre ; être un produit, un revenu.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[εἶμι]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater