Anonymous

πύξος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0819.png Seite 819]] ἡ, der Buxbaum, das Buxbaumholz; Arist. mund. 6, 37 Theophr. u. A.; – bes. bemerkt wird die bleichgelbe Farbe des Buxbaumholzes, χροιὴ πύξου, Nic. Th. 516, πύξοιο [[χλόος]], Al. 592.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0819.png Seite 819]] ἡ, der Buxbaum, das Buxbaumholz; Arist. mund. 6, 37 Theophr. u. A.; – bes. bemerkt wird die bleichgelbe Farbe des Buxbaumholzes, χροιὴ πύξου, Nic. Th. 516, πύξοιο [[χλόος]], Al. 592.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />buis <i>arbrisseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG prob. emprunt, pê d'Asie Mineure.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πύξος''': ἡ, τὸ «πυξάρι», Τουρκιστὶ «τσιμισίρ», τὸ [[δένδρον]] ἢ τὸ [[ξύλον]] [[αὐτοῦ]], πρῶτον παρ’ Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 37, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 5· ἀλλ’ ἦτο γνωστὸν καὶ τῷ Ὁμήρῳ τὸ [[δένδρον]], ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἐπιθ. [[πύξινος]]· τὸ [[δένδρον]] τοῦτο (πυξάρι) φύεται καὶ αὐξάνεται εἰς ἱκανὸν [[μέγεθος]] ἐν τῇ βορειοτέρᾳ Ἑλλάδι, Smith Prodr Fl. Gr. 2. 232· - παροιμ., πύξον εἰς Κύτωρον ἄγειν = γλαῦκας εἰς Ἀθήνας, πρβλ. τὸ παρ’ Ἄγγλοις «to carry coals to Newcastle», Εὐστ. 88. 3. ΙΙ. τὸ ἀνοικτὸν κίτρινον [[χρῶμα]] τοῦ ξύλου τῆς πύξου, Νικ. Ἀλεξ. φ. 592, Θ. 516· πρβλ. [[πύξινος]]. (Ἐν τῇ Λατ. τὸ π. γίνεται b, buxus, [[ἐναντίον]] τοῦ κανόνος, ἴδε Corssen Lat. Spr. 1. 127).
|lstext='''πύξος''': ἡ, τὸ «πυξάρι», Τουρκιστὶ «τσιμισίρ», τὸ [[δένδρον]] ἢ τὸ [[ξύλον]] [[αὐτοῦ]], πρῶτον παρ’ Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 37, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 5· ἀλλ’ ἦτο γνωστὸν καὶ τῷ Ὁμήρῳ τὸ [[δένδρον]], ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἐπιθ. [[πύξινος]]· τὸ [[δένδρον]] τοῦτο (πυξάρι) φύεται καὶ αὐξάνεται εἰς ἱκανὸν [[μέγεθος]] ἐν τῇ βορειοτέρᾳ Ἑλλάδι, Smith Prodr Fl. Gr. 2. 232· - παροιμ., πύξον εἰς Κύτωρον ἄγειν = γλαῦκας εἰς Ἀθήνας, πρβλ. τὸ παρ’ Ἄγγλοις «to carry coals to Newcastle», Εὐστ. 88. 3. ΙΙ. τὸ ἀνοικτὸν κίτρινον [[χρῶμα]] τοῦ ξύλου τῆς πύξου, Νικ. Ἀλεξ. φ. 592, Θ. 516· πρβλ. [[πύξινος]]. (Ἐν τῇ Λατ. τὸ π. γίνεται b, buxus, [[ἐναντίον]] τοῦ κανόνος, ἴδε Corssen Lat. Spr. 1. 127).
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />buis <i>arbrisseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG prob. emprunt, pê d'Asie Mineure.
}}
}}
{{grml
{{grml