Anonymous

πυρός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0824.png Seite 824]] ὁ, der [[Weizen]]; ἐπεὶ κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν, Od. 20, 109; als Pferdefutter, Il. 10, 569; gew. im plur., vgl. Od. 4, 604; neben κριθαί, 9, 110. 19, 112; Futter der Gänse, ib. 536; Ar.; u. in Prosa, wie Plat. Menex. 238 a u. Folgde überall. – Man findet Zusammenhang mit πῦρ, Feuer, in der gelben Farbe; aber υ ist der Quantität nach verschieden.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0824.png Seite 824]] ὁ, der [[Weizen]]; ἐπεὶ κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν, Od. 20, 109; als Pferdefutter, Il. 10, 569; gew. im plur., vgl. Od. 4, 604; neben κριθαί, 9, 110. 19, 112; Futter der Gänse, ib. 536; Ar.; u. in Prosa, wie Plat. Menex. 238 a u. Folgde überall. – Man findet Zusammenhang mit πῦρ, Feuer, in der gelben Farbe; aber υ ist der Quantität nach verschieden.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>gén. de</i> [[πῦρ]].<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br />blé, froment, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>lit.</i> purai « blé d'hiver », puras « grain de blé », termes apparentés en slave, mais désignant d'autres espèces de céréales ; terme i.-e.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῡρός''': ὁ, [[σῖτος]], μελιηδέα, μελίφρονα πυρὸν Ἰλ. Θ. 188, Κ. 569· [[ἐπεὶ]] κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν, ἤλεσαν (ὁ ἀληλεσμένος [[σῖτος]] ἐκαλεῖτο ἀλείατα ἢ ἄλευρα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἄλφιτα τὴν ἀληλεσμένην δηλ. κριθήν, πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[μῆλοψ]]), Ὀδ. Υ. 109· δίδοται δὲ εἰς τοὺς ἵππους, Τ. 536· ἐν τῷ πληθ., μνημονεύεται μετ’ ἄλλων σιτηρῶν, πυροί τε ζειαί τε ἰδ’ εὐρυφυὲς κρῖ λευκὸν Δ. 604· πυροὶ καὶ κριθαὶ Ι. 110., Τ. 112· θερίζεται δὲ διὰ δρεπάνου, Ἰλ. Λ. 67· κἑξ.· - οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 36., 4. 33, Ἀριστοφ. Σφ. 1405, Εἰρ. 1145, Ὄρν. 580, Θουκ. 6. 22, Δημ. 386. 4. 4) [[κόκκος]] σίτου, ἐξ ἑνὸς πυροῦ εἷς πυθμὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 16. (Ἐντεῦθεν πυρνός, πύρινος, κτλ.· ὁ Κούρτ. παραβάλλει Σλαυ. pyr-o ([[ὄλυρα]]), Βοημ. pyr ([[ἄγρωστις]]), Λεττ. pûr-ji (triticum), Λιθ. pyr-agus ([[σίτινος]] ἄρτος).)
|lstext='''πῡρός''': ὁ, [[σῖτος]], μελιηδέα, μελίφρονα πυρὸν Ἰλ. Θ. 188, Κ. 569· [[ἐπεὶ]] κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν, ἤλεσαν (ὁ ἀληλεσμένος [[σῖτος]] ἐκαλεῖτο ἀλείατα ἢ ἄλευρα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἄλφιτα τὴν ἀληλεσμένην δηλ. κριθήν, πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[μῆλοψ]]), Ὀδ. Υ. 109· δίδοται δὲ εἰς τοὺς ἵππους, Τ. 536· ἐν τῷ πληθ., μνημονεύεται μετ’ ἄλλων σιτηρῶν, πυροί τε ζειαί τε ἰδ’ εὐρυφυὲς κρῖ λευκὸν Δ. 604· πυροὶ καὶ κριθαὶ Ι. 110., Τ. 112· θερίζεται δὲ διὰ δρεπάνου, Ἰλ. Λ. 67· κἑξ.· - οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 36., 4. 33, Ἀριστοφ. Σφ. 1405, Εἰρ. 1145, Ὄρν. 580, Θουκ. 6. 22, Δημ. 386. 4. 4) [[κόκκος]] σίτου, ἐξ ἑνὸς πυροῦ εἷς πυθμὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 16. (Ἐντεῦθεν πυρνός, πύρινος, κτλ.· ὁ Κούρτ. παραβάλλει Σλαυ. pyr-o ([[ὄλυρα]]), Βοημ. pyr ([[ἄγρωστις]]), Λεττ. pûr-ji (triticum), Λιθ. pyr-agus ([[σίτινος]] ἄρτος).)
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>gén. de</i> [[πῦρ]].<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br />blé, froment, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>lit.</i> purai « blé d'hiver », puras « grain de blé », termes apparentés en slave, mais désignant d'autres espèces de céréales ; terme i.-e.
}}
}}
{{eles
{{eles