Anonymous

σάρκινος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0863.png Seite 863]] 1) von Fleisch, fleischern, Plat. Legg. X, 906 c. – 2) fleischig, wohlbeleibt; Arist. eth. 3, 12; Pol. 39, 2, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0863.png Seite 863]] 1) von Fleisch, fleischern, Plat. Legg. X, 906 c. – 2) fleischig, wohlbeleibt; Arist. eth. 3, 12; Pol. 39, 2, 7.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> de chair;<br /><b>2</b> rempli de chair, charnu.<br />'''Étymologie:''' [[σάρξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σάρκῐνος''': -η, -ον, (σὰρξ) ὁ ἐκ σαρκὸς ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς σάρκα, [[σαρκώδης]], κρεάτινος, σ. [[ὄζος]] (ἴδε ἐν λέξ. [[ὄζος]])· σ. μόρια, σαρκώδη μέρη, [[οἷον]] ἡ [[γλῶσσα]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· ἄνθρωποι θνητοὶ καὶ σ. Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 573. 40· σ. [[ἰχθὺς]] (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς [[ὄνειρον]]), Θεόκρ. 21. 66· τὸ σ. τῶν λόγων, ἡ πραγματικὴ ἢ ὑλικὴ αὐτῶν [[σπουδαιότης]] καὶ [[σημασία]], Πλούτ. 2. 79C. - Ἐπίρρ. -νως, Κλήμ. Ἀλ. 938, Ὠριγέν., κτλ. 2) = σαρκικὸς ΙΙ, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 16, Ἐκκλ. ΙΙ. ὁ πολλὴν ἔχων σάρκα, [[πολύσαρκος]], «[[σωματώδης]]», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 504, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 100· σώματα Πλάτ. Νόμ. 906C· πύκται Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 9, 3.
|lstext='''σάρκῐνος''': -η, -ον, (σὰρξ) ὁ ἐκ σαρκὸς ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς σάρκα, [[σαρκώδης]], κρεάτινος, σ. [[ὄζος]] (ἴδε ἐν λέξ. [[ὄζος]])· σ. μόρια, σαρκώδη μέρη, [[οἷον]] ἡ [[γλῶσσα]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· ἄνθρωποι θνητοὶ καὶ σ. Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 573. 40· σ. [[ἰχθὺς]] (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς [[ὄνειρον]]), Θεόκρ. 21. 66· τὸ σ. τῶν λόγων, ἡ πραγματικὴ ἢ ὑλικὴ αὐτῶν [[σπουδαιότης]] καὶ [[σημασία]], Πλούτ. 2. 79C. - Ἐπίρρ. -νως, Κλήμ. Ἀλ. 938, Ὠριγέν., κτλ. 2) = σαρκικὸς ΙΙ, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 16, Ἐκκλ. ΙΙ. ὁ πολλὴν ἔχων σάρκα, [[πολύσαρκος]], «[[σωματώδης]]», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 504, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 100· σώματα Πλάτ. Νόμ. 906C· πύκται Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 9, 3.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> de chair;<br /><b>2</b> rempli de chair, charnu.<br />'''Étymologie:''' [[σάρξ]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR