σεβάσμιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0867.png Seite 867]] auch zweier Endgn, verehrungswürdig, ehrwürdig, ὀνόματα Luc. amor. 19, u. a. Sp.; dah. auch heilig, göttlich, Plut. amator. 19; bei Hdn. wie [[σεβαστός]] für augustus; auch τὸ σεβάσμιον, = [[σέβασις]], id. 2, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0867.png Seite 867]] auch zweier Endgn, verehrungswürdig, ehrwürdig, ὀνόματα Luc. amor. 19, u. a. Sp.; dah. auch heilig, göttlich, Plut. amator. 19; bei Hdn. wie [[σεβαστός]] für augustus; auch τὸ σεβάσμιον, = [[σέβασις]], id. 2, 10.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />digne de vénération, vénérable ; saint, auguste.<br />'''Étymologie:''' [[σεβασμός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σεβάσμιος''': -ον, παρ’ Ἡρῳδιαν. καὶ Βυζ. [[ὡσαύτως]] ος, α, ον· ([[σέβας]])· - [[σεβαστός]], [[ἄξιος]] σεβασμοῦ, ἐπιβάλλων σεβασμόν, Πλούτ. 2. 764Β, Λουκ. Ἔρωτ. 19, κτλ.· τὸ σεβάσμιον Ὀρφ. Ὕμν. 27. 10· - τὸ πρὸς θεοὺς σεβ., [[σέβας]] πρὸς ..., Ἡρῳδιαν. 2. 10· - Ἐπίρρ., -ίως, Κλήμ. Ἀλ. 439, κτλ. ΙΙ. ὡς [[ἐπίκλησις]] ἢ ἐπώνυμον, [[οἷον]] Σεβαστός, τὸ Ρωμαϊκὸν Augustus, ὁ [[αὐτοκράτωρ]] τῶν Ρωμαίων, Ἡρῳδιαν. 2. 3, πρβλ. 2. 8, κτλ. 2) Σεβάσμια, τά, ἀγῶνες εἰς τιμὴν τοῦ αὐτοκράτορος, Eckh. d. Num. 4. 436· πρβλ. [[Σεβαστεῖον]] ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεβάσμιον· τιμητικόν· προσκυνητόν».
|lstext='''σεβάσμιος''': -ον, παρ’ Ἡρῳδιαν. καὶ Βυζ. [[ὡσαύτως]] ος, α, ον· ([[σέβας]])· - [[σεβαστός]], [[ἄξιος]] σεβασμοῦ, ἐπιβάλλων σεβασμόν, Πλούτ. 2. 764Β, Λουκ. Ἔρωτ. 19, κτλ.· τὸ σεβάσμιον Ὀρφ. Ὕμν. 27. 10· - τὸ πρὸς θεοὺς σεβ., [[σέβας]] πρὸς ..., Ἡρῳδιαν. 2. 10· - Ἐπίρρ., -ίως, Κλήμ. Ἀλ. 439, κτλ. ΙΙ. ὡς [[ἐπίκλησις]] ἢ ἐπώνυμον, [[οἷον]] Σεβαστός, τὸ Ρωμαϊκὸν Augustus, ὁ [[αὐτοκράτωρ]] τῶν Ρωμαίων, Ἡρῳδιαν. 2. 3, πρβλ. 2. 8, κτλ. 2) Σεβάσμια, τά, ἀγῶνες εἰς τιμὴν τοῦ αὐτοκράτορος, Eckh. d. Num. 4. 436· πρβλ. [[Σεβαστεῖον]] ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεβάσμιον· τιμητικόν· προσκυνητόν».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />digne de vénération, vénérable ; saint, auguste.<br />'''Étymologie:''' [[σεβασμός]].
}}
}}
{{grml
{{grml