Anonymous

πότμος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0690.png Seite 690]] ὁ (πετ, [[πίπτω]]), das, was Einem zufällt, Zufall, Loos, [[Schickfal]]; gew. Unglück, bes. Todesloos, [[Todesgeschick]], in welcher Bdtg Hom. von dem, der den Tod verhängt, bereitet, πότμον ἐφεῖναι sagt, wie Τυδεὺς μὲν καὶ τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκεν, Il. 4, 396; ὃς πᾶσι μνηστῆρσιν ἀεικέα πότμον ἐφήσω, Od. 19, 550; von dem, der ihn erleidet, πότμ ον [[ἐπισπεῖν]], Il. 6, 412; auch οὐ γάρ πώ τοι [[μοῖρα]] [[θανεῖν]] καὶ πότμον [[ἐπισπεῖν]], 7, 52; [[ἐπεί]] κ' Ἀχιλεὺς θάνατον καὶ πότμον ἐπίσπῃ, 20, 337; [[ὀλόμην]] καὶ πότμον ἐπέσπον, Od. 11, 197; ähnl. πότμον ἀναπλήσαντες, Il. 11, 263, sein Schicksal erfüllt habend, gestorben; ἑτάρων ἐρέων ἀδευκέα πότμον, Od. 10, 245, das herbe Geschick der in Schweine verwandelten Gefährten; – Pind. allgemein [[Loos]]; ὁ [[πότμος]] συγγενὴς κρίνει ἔργων πέρι, N. 5, 40; [[πότμος]] συγγενὴς ἐπέβασεν εὐαμερίας, I. 1, 39; τύχα πότμου, P. 2, 56; πότμῳ σὺν εὐδαίμονι, Ol. 2, 18; πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον, N. 10, 57; εὐθυπορῶν, Aesch. Ag. 977; [[διχόφρων]], Spt. 881; Soph. u. Eur., [[τίνα]] πότμον εἴληχε βίου, I. T. 913; sp. D. – [Auch die Attiker brauchen zuweilen die erste Sylbe lang, Seidl. vers. dochm. p. 106; spätere Epiker haben sie zuweilen kurz, Jacobs A. P. p. 572.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0690.png Seite 690]] ὁ (πετ, [[πίπτω]]), das, was Einem zufällt, Zufall, Loos, [[Schickfal]]; gew. Unglück, bes. Todesloos, [[Todesgeschick]], in welcher Bdtg Hom. von dem, der den Tod verhängt, bereitet, πότμον ἐφεῖναι sagt, wie Τυδεὺς μὲν καὶ τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκεν, Il. 4, 396; ὃς πᾶσι μνηστῆρσιν ἀεικέα πότμον ἐφήσω, Od. 19, 550; von dem, der ihn erleidet, πότμ ον [[ἐπισπεῖν]], Il. 6, 412; auch οὐ γάρ πώ τοι [[μοῖρα]] [[θανεῖν]] καὶ πότμον [[ἐπισπεῖν]], 7, 52; [[ἐπεί]] κ' Ἀχιλεὺς θάνατον καὶ πότμον ἐπίσπῃ, 20, 337; [[ὀλόμην]] καὶ πότμον ἐπέσπον, Od. 11, 197; ähnl. πότμον ἀναπλήσαντες, Il. 11, 263, sein Schicksal erfüllt habend, gestorben; ἑτάρων ἐρέων ἀδευκέα πότμον, Od. 10, 245, das herbe Geschick der in Schweine verwandelten Gefährten; – Pind. allgemein [[Loos]]; ὁ [[πότμος]] συγγενὴς κρίνει ἔργων πέρι, N. 5, 40; [[πότμος]] συγγενὴς ἐπέβασεν εὐαμερίας, I. 1, 39; τύχα πότμου, P. 2, 56; πότμῳ σὺν εὐδαίμονι, Ol. 2, 18; πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον, N. 10, 57; εὐθυπορῶν, Aesch. Ag. 977; [[διχόφρων]], Spt. 881; Soph. u. Eur., [[τίνα]] πότμον εἴληχε βίου, I. T. 913; sp. D. – [Auch die Attiker brauchen zuweilen die erste Sylbe lang, Seidl. vers. dochm. p. 106; spätere Epiker haben sie zuweilen kurz, Jacobs A. P. p. 572.]
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />ce qui tombe au sort, <i>d'où</i><br /><b>1</b> sort fatal, mort : πότμον [[ἐπισπεῖν]] IL subir la mort;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> sort, destinée <i>en gén.</i> : [[πότμος]] [[ἄποτμος]] EUR sort qui n’en est pas un, <i>càd</i> sort funeste.<br />'''Étymologie:''' R. Πετ, tomber ; cf. [[πίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πότμος''': ὁ, (√ΠΕΤ, [[πίπτω]])· ― ποιητικ. [[λέξις]], ὅ,τι πίπτει εἴς τινα, ὁ [[κλῆρος]], ἡ [[μοῖρα]], ἡ [[τύχη]] τινός: 1) Συνήθως ἐπὶ κακῆς μοίρας, καὶ [[συχνάκις]] ὡς αἱ λ. [[μοῖρα]], [[μόρος]], ἐπὶ θανάτου· οὕτω παρ’ Ὁμ. ἀείποτε [[εἴτε]] ἐπὶ τοῦ φονέως, πότμον ἐφεῖναι Ἰλ. Δ. 396, Ὀδ. Τ. 550· [[εἴτε]] ἐπὶ τοῦ φονευομένου, πότμον [[ἐπισπεῖν]] Ἰλ. Ζ. 412, Ὀδ. Β. 250, κτλ.· ὁ Ὅμ. συνάπτει [[ὡσαύτως]] θάνατον καὶ πότμον [[ἐπισπεῖν]] Ἰλ. Β. 359, Υ. 337, κτλ.· σπανιώτερον θανεῖν καὶ πότμον [[ἐπισπεῖν]] Ἰλ. Η. 52, Ὀδ. Δ. 562· [[ὀλόμην]] καὶ πότμον [[ἐπέσπον]] Ὀδ. Λ. 197 (πρβλ. [[ἑτοῖμος]])· αἴ και θάνῃς καὶ πότμον ἀναπλήσῃς βιότοιο Ἰλ. Δ. 170, πρβλ. Λ. 263· ― [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς τραγ., πότμον ἐφάψαι = π. ἐφεῖναι, Πινδ. Ο. 9. 91· πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον, ἐπὶ τῶν Διοσκόρων οἵτινες ἔζων ἡμέραν παρ’ ἡμέραν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 106· πότμον εἴληχε βιότου Εὐρ. Ι. Τ. 914. 2) [[ἄνευ]] ἐννοίας κακοῦ τινος, π. [[συγγενής]], τὰ φυσικὰ δῶρά τινος, Πινδ. Ν. 5. 74· εὐτυχεῖ π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 709· [[καλλίπαις]] π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 762, πρβλ. 1005· π. ξυνήθης πατρός, ἡ [[συνήθης]] [[τύχη]] τοῦ πατρός μου, Σοφ. Τρῳ. 88· π. ἄποτμος Εὐρ. Ἱππ. 1144· θανεῖν ζηλωτὸς ἐν Ἑλλάδι π. Ἀριστ. Ἀποσπ. 625. ΙΙ. ὡς [[πρόσωπον]], ἡ Μοῖρα, Πινδ. Π. 3. 153. ― [Ἡ πρώτη συλλαβὴ ἀείποτε μακρὰ παρ’ Ὁμ., ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] βραχεῖα παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 572· συνήθως βραχεῖα παρ’ Ἀττ., ἀλλὰ μακρὰ ἐν ἄρσει, Σοφ. Τρ. 88, Ἀποσπ. 713.]
|lstext='''πότμος''': ὁ, (√ΠΕΤ, [[πίπτω]])· ― ποιητικ. [[λέξις]], ὅ,τι πίπτει εἴς τινα, ὁ [[κλῆρος]], ἡ [[μοῖρα]], ἡ [[τύχη]] τινός: 1) Συνήθως ἐπὶ κακῆς μοίρας, καὶ [[συχνάκις]] ὡς αἱ λ. [[μοῖρα]], [[μόρος]], ἐπὶ θανάτου· οὕτω παρ’ Ὁμ. ἀείποτε [[εἴτε]] ἐπὶ τοῦ φονέως, πότμον ἐφεῖναι Ἰλ. Δ. 396, Ὀδ. Τ. 550· [[εἴτε]] ἐπὶ τοῦ φονευομένου, πότμον [[ἐπισπεῖν]] Ἰλ. Ζ. 412, Ὀδ. Β. 250, κτλ.· ὁ Ὅμ. συνάπτει [[ὡσαύτως]] θάνατον καὶ πότμον [[ἐπισπεῖν]] Ἰλ. Β. 359, Υ. 337, κτλ.· σπανιώτερον θανεῖν καὶ πότμον [[ἐπισπεῖν]] Ἰλ. Η. 52, Ὀδ. Δ. 562· [[ὀλόμην]] καὶ πότμον [[ἐπέσπον]] Ὀδ. Λ. 197 (πρβλ. [[ἑτοῖμος]])· αἴ και θάνῃς καὶ πότμον ἀναπλήσῃς βιότοιο Ἰλ. Δ. 170, πρβλ. Λ. 263· ― [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς τραγ., πότμον ἐφάψαι = π. ἐφεῖναι, Πινδ. Ο. 9. 91· πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον, ἐπὶ τῶν Διοσκόρων οἵτινες ἔζων ἡμέραν παρ’ ἡμέραν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 106· πότμον εἴληχε βιότου Εὐρ. Ι. Τ. 914. 2) [[ἄνευ]] ἐννοίας κακοῦ τινος, π. [[συγγενής]], τὰ φυσικὰ δῶρά τινος, Πινδ. Ν. 5. 74· εὐτυχεῖ π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 709· [[καλλίπαις]] π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 762, πρβλ. 1005· π. ξυνήθης πατρός, ἡ [[συνήθης]] [[τύχη]] τοῦ πατρός μου, Σοφ. Τρῳ. 88· π. ἄποτμος Εὐρ. Ἱππ. 1144· θανεῖν ζηλωτὸς ἐν Ἑλλάδι π. Ἀριστ. Ἀποσπ. 625. ΙΙ. ὡς [[πρόσωπον]], ἡ Μοῖρα, Πινδ. Π. 3. 153. ― [Ἡ πρώτη συλλαβὴ ἀείποτε μακρὰ παρ’ Ὁμ., ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] βραχεῖα παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 572· συνήθως βραχεῖα παρ’ Ἀττ., ἀλλὰ μακρὰ ἐν ἄρσει, Σοφ. Τρ. 88, Ἀποσπ. 713.]
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />ce qui tombe au sort, <i>d'où</i><br /><b>1</b> sort fatal, mort : πότμον [[ἐπισπεῖν]] IL subir la mort;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> sort, destinée <i>en gén.</i> : [[πότμος]] [[ἄποτμος]] EUR sort qui n’en est pas un, <i>càd</i> sort funeste.<br />'''Étymologie:''' R. Πετ, tomber ; cf. [[πίπτω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth