3,274,522
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0827.png Seite 827]] (vgl. [[πέλομαι]], [[πωλέομαι]] u. ἐμπολάομαι; eigtl. verkehren, Handel und Wandel treiben), Waare gegen Waare umsetzen, verkaufen; Her. 1, 196; praes. pass. 8, 105; Eur. Cycl. 259; Ar. Plut. 167; der Preis steht im gen. dabei, Her. 8, 105; Thuc. 2, 60; ὁπόσου πωλεῖ, Xen. Mem. 1, 2, 36, u. A.; auch verpachten, [[τέλος]], Aesch. 1, 119 (s. [[πωλητής]]); ὃς παρὰ τῶν πωλούντων τὰς πράξεις ἐωνεῖτο, Dem. 19, 133; τὰ [[οἴκοι]], 7, 17, d. i. für Geld verrathen; Ἀσίαν πωλῶ πρὸς μύρα, Ep. ad. 448 (XI, 3). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0827.png Seite 827]] (vgl. [[πέλομαι]], [[πωλέομαι]] u. ἐμπολάομαι; eigtl. verkehren, Handel und Wandel treiben), Waare gegen Waare umsetzen, verkaufen; Her. 1, 196; praes. pass. 8, 105; Eur. Cycl. 259; Ar. Plut. 167; der Preis steht im gen. dabei, Her. 8, 105; Thuc. 2, 60; ὁπόσου πωλεῖ, Xen. Mem. 1, 2, 36, u. A.; auch verpachten, [[τέλος]], Aesch. 1, 119 (s. [[πωλητής]]); ὃς παρὰ τῶν πωλούντων τὰς πράξεις ἐωνεῖτο, Dem. 19, 133; τὰ [[οἴκοι]], 7, 17, d. i. für Geld verrathen; Ἀσίαν πωλῶ πρὸς μύρα, Ep. ad. 448 (XI, 3). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐπώλουν, <i>f.</i> πωλήσω, <i>ao.</i> ἐπώλησα, <i>pf. inus.</i><br /><i>litt.</i> tourner et retourner ; négocier, trafiquer, <i>p. suite :</i>;<br /><b>1</b> vendre, acc. : [[τί]] τινι <i>ou</i> [[τι]] [[πρός]] τινα, qch à qqn ; [[τι]] ἀργυρίου XÉN vendre qch à prix d'argent ; <i>fig.</i> πωλεῖν [[τῶν]] πόνων [[τἀγαθά]] XÉN faire acheter tes biens au prix de la peine ; <i>en mauv. part</i> vendre, livrer à prix d'or, acc.;<br /><b>2</b> affermer : [[τέλος]] ESCHL un impôt.<br />'''Étymologie:''' R. Πελ, aller çà et là ; v. [[πέλω]], [[πέλομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πωλέω''': Ἰων. παρατατ. πωλέεσκε Ἡρόδ. 1. 196· μέλλ. -ήσω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 460, Ξεν.: ἀόρ. ἐπώλησα Πλούτ. - Παθητ., μέλλ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ πωλήσεται Εὔβουλος ἐν «Ὀλβίᾳ» 1· ἀλλὰ πεπωλήσεται Αἰν. Τακτ. 10· ἀόρ. ἐπωλήθην Πλάτ. Πολιτικ. 260D. (Ἐκ τῆς √ΠΕΛ, ἥτις ἀπαντᾷ ἐν ταῖς λέξ. [[πέλω]], [[πέλομαι]], καὶ ἐν τῷ ἐμπολάω· ἡ αὐτὴ δὲ [[ῥίζα]] ἀναφαίνεται ἐπὶ κυριολεκτικωτέρας σημασίας ἐν ταῖς λ. [[ἀμφί]]-πολος, [[πολέω]], [[πολεύω]], [[πωλέομαι]], πρβλ. κατωτ. ΙΙ. καὶ ἴδε αἰ-[[πόλος]]). Ἀνταλλάσσω ἐμπορεύματα, [[ὅθεν]] πωλῶ ἢ [[προσφέρω]] εἰς πώλησιν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὠνεῖσθαι, Ἡρόδ. 1. 165, 196 καὶ Ἀττ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀποδίδοσθαι ([[ὅπερ]] σημαίνει τὴν πραγματικὴν πώλησιν), Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 5, Συμπ. 8, 21· μετὰ γεν. τοῦ τιμήματος, παῖδας εἴδεος ἐπαμμένους... ἀγινέων ἐπώλεε ἐς Σάρδις χρημάτων μεγάλων, παῖδας εὐμόρφους ἄγων εἰς [[Σάρδεις]] ἐπώλει αὐτοὺς εἰς ὑψηλὴν τιμήν, Ἡρόδ. 8. 105, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 460· ἐπώλεε οὐδενὸς χρήματος, δὲν συγκατένευσε νὰ τὸ πωλήσῃ ἀντὶ οὐδεμιᾶς [[τιμῆς]], Ἡρόδ. 3. 139, πρβλ. Θουκ. 2. 60· οὕτω, τῶν πόνων π. ἡμῖν πάντα τἀγάθ’ οἱ θεοὶ Ἐπίχαρμ. ἐν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 20· ἀργυρίου πολλοῦ π. τι [[αὐτόθι]] 1. 6, 13, κτλ.· π. τὰ σφῶν αὐτῶν μικροῦ λήμματος Δημ. 157. 10· [[τιμῆς]] τεταγμένης π. Λυσ. Ἀποσπ. 4· [[μηδὲ]]... ἔρωμαι ὁπόσου πωλεῖ, [[μηδὲ]] νὰ ἐρωτήσω ἀντὶ πόσου πωλεῖ τι, τὴν τιμήν, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 36· [[ὡσαύτως]], π. πρὸς [[ἀργύριον]] Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 6, 4· - π. τινί τι (πρβλ. πῶς Ι. 4) Στράττις ἐν «Κινησίᾳ» 1, Ξεν. Ἱέρ. 1, 13· τι [[πρός]] τινα Ἡρόδ. 9. 80, Πλάτ. Νόμ. 741Β· ὑπὸ κήρυκος π. τὰ κοινὰ Δημ. 1234. 15· καὶ ἀπολ., π. [[πρός]] τινα Ἀριστοφ. Ἀχ. 722· [[πάλιν]] πωλῶ, μεταπωλῶ, Πλάτ. Πολιτικ. 260D. - Παθ., πωλοῦμαι ἢ προσφέρομαι πρὸς πώλησιν, ἐν ἀγορῇ πωλεύμενα Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 14. 5, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 105. 2) πωλῶ τέλη, πωλῶ τοὺς φόρους, Λατ. locare, Αἰσχίν. 16· ἐν τέλ.· πρβλ. [[πωλητής]], 3) πωλῶ, δηλ. προδίδω, τὰς γραφὰς Δημ. 1333. 18· τὰ τῆς πόλεως πράγματα ὁ αὐτ. 384. 28· τὰ [[οἴκοι]] 80. 29· - ἐπὶ προσώπων, πωλοῦμαι, δηλ. προδίδομαι, ἀπατῶμαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 633· πρβλ. [[πιπράσκω]]. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 480 (;) πωλοῦσα φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἀναγκαία [[διόρθωσις]] ἀντὶ τοῦ πολοῦσα, ἐπὶ τῆς κυριολεκτικῆς σημασίας τοῦ περιφέρομαι, [[περιέρχομαι]]. | |lstext='''πωλέω''': Ἰων. παρατατ. πωλέεσκε Ἡρόδ. 1. 196· μέλλ. -ήσω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 460, Ξεν.: ἀόρ. ἐπώλησα Πλούτ. - Παθητ., μέλλ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ πωλήσεται Εὔβουλος ἐν «Ὀλβίᾳ» 1· ἀλλὰ πεπωλήσεται Αἰν. Τακτ. 10· ἀόρ. ἐπωλήθην Πλάτ. Πολιτικ. 260D. (Ἐκ τῆς √ΠΕΛ, ἥτις ἀπαντᾷ ἐν ταῖς λέξ. [[πέλω]], [[πέλομαι]], καὶ ἐν τῷ ἐμπολάω· ἡ αὐτὴ δὲ [[ῥίζα]] ἀναφαίνεται ἐπὶ κυριολεκτικωτέρας σημασίας ἐν ταῖς λ. [[ἀμφί]]-πολος, [[πολέω]], [[πολεύω]], [[πωλέομαι]], πρβλ. κατωτ. ΙΙ. καὶ ἴδε αἰ-[[πόλος]]). Ἀνταλλάσσω ἐμπορεύματα, [[ὅθεν]] πωλῶ ἢ [[προσφέρω]] εἰς πώλησιν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὠνεῖσθαι, Ἡρόδ. 1. 165, 196 καὶ Ἀττ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀποδίδοσθαι ([[ὅπερ]] σημαίνει τὴν πραγματικὴν πώλησιν), Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 5, Συμπ. 8, 21· μετὰ γεν. τοῦ τιμήματος, παῖδας εἴδεος ἐπαμμένους... ἀγινέων ἐπώλεε ἐς Σάρδις χρημάτων μεγάλων, παῖδας εὐμόρφους ἄγων εἰς [[Σάρδεις]] ἐπώλει αὐτοὺς εἰς ὑψηλὴν τιμήν, Ἡρόδ. 8. 105, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 460· ἐπώλεε οὐδενὸς χρήματος, δὲν συγκατένευσε νὰ τὸ πωλήσῃ ἀντὶ οὐδεμιᾶς [[τιμῆς]], Ἡρόδ. 3. 139, πρβλ. Θουκ. 2. 60· οὕτω, τῶν πόνων π. ἡμῖν πάντα τἀγάθ’ οἱ θεοὶ Ἐπίχαρμ. ἐν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 20· ἀργυρίου πολλοῦ π. τι [[αὐτόθι]] 1. 6, 13, κτλ.· π. τὰ σφῶν αὐτῶν μικροῦ λήμματος Δημ. 157. 10· [[τιμῆς]] τεταγμένης π. Λυσ. Ἀποσπ. 4· [[μηδὲ]]... ἔρωμαι ὁπόσου πωλεῖ, [[μηδὲ]] νὰ ἐρωτήσω ἀντὶ πόσου πωλεῖ τι, τὴν τιμήν, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 36· [[ὡσαύτως]], π. πρὸς [[ἀργύριον]] Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 6, 4· - π. τινί τι (πρβλ. πῶς Ι. 4) Στράττις ἐν «Κινησίᾳ» 1, Ξεν. Ἱέρ. 1, 13· τι [[πρός]] τινα Ἡρόδ. 9. 80, Πλάτ. Νόμ. 741Β· ὑπὸ κήρυκος π. τὰ κοινὰ Δημ. 1234. 15· καὶ ἀπολ., π. [[πρός]] τινα Ἀριστοφ. Ἀχ. 722· [[πάλιν]] πωλῶ, μεταπωλῶ, Πλάτ. Πολιτικ. 260D. - Παθ., πωλοῦμαι ἢ προσφέρομαι πρὸς πώλησιν, ἐν ἀγορῇ πωλεύμενα Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 14. 5, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 105. 2) πωλῶ τέλη, πωλῶ τοὺς φόρους, Λατ. locare, Αἰσχίν. 16· ἐν τέλ.· πρβλ. [[πωλητής]], 3) πωλῶ, δηλ. προδίδω, τὰς γραφὰς Δημ. 1333. 18· τὰ τῆς πόλεως πράγματα ὁ αὐτ. 384. 28· τὰ [[οἴκοι]] 80. 29· - ἐπὶ προσώπων, πωλοῦμαι, δηλ. προδίδομαι, ἀπατῶμαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 633· πρβλ. [[πιπράσκω]]. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 480 (;) πωλοῦσα φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἀναγκαία [[διόρθωσις]] ἀντὶ τοῦ πολοῦσα, ἐπὶ τῆς κυριολεκτικῆς σημασίας τοῦ περιφέρομαι, [[περιέρχομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |