Anonymous

πόθος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0645.png Seite 645]] ὁ, Wunsch, [[Verlangen]], Sehnsucht wonach, τινός, Hom. [[ἀλλά]] μ' Ὀδυσσῆος [[πόθος]] αἴνυται, Od. 14, 144, u. öfter; Pind. P. 4, 184; πόθῳ στένεται μαλερῷ, Aesch. Pers. 62. 130 u. öfter, [[τίς]] ὁ [[πόθος]] αὐτοὺς ἵκετο, Soph. Phil. 601; ὅτου σε [[χρεία]] καὶ [[πόθος]] μάλιστ' ἔχει, 642, u. öfter; διὰ πόθου ἐλήλυθας, Eur. Phoen. 387; κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον, Hipp. 526; πόθον ἔχων θυγατρός, I. A. 431 u. öfter; Ar. Par 573 u. sonst; u. in Prosa: ἀποθανόντος [[αὐτοῦ]] πόθον ἔχειν πάντας, Her. 3, 67; Xen. Cyr. 2, 1, 28, bes. Liebesverlangen, verliebte Sehnsucht, Hes. Sc. 41; ἐς πόθον ἤνθομες [[ἄμφω]], Theocr. 2, 143; u. oft in der Anth., z. B. Philodem. 1 (V, 24); [[ἀρσενικός]], M. Arg. 1 (V, 116); οἱ πόθοι, = ἔρωτες, Anacr. 13, 20, auch personificirt; im sing., Luc. D. D. 20 E. – Bei Theophr. auch eine Blumenart, die man auf Gräber pflanzte.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0645.png Seite 645]] ὁ, Wunsch, [[Verlangen]], Sehnsucht wonach, τινός, Hom. [[ἀλλά]] μ' Ὀδυσσῆος [[πόθος]] αἴνυται, Od. 14, 144, u. öfter; Pind. P. 4, 184; πόθῳ στένεται μαλερῷ, Aesch. Pers. 62. 130 u. öfter, [[τίς]] ὁ [[πόθος]] αὐτοὺς ἵκετο, Soph. Phil. 601; ὅτου σε [[χρεία]] καὶ [[πόθος]] μάλιστ' ἔχει, 642, u. öfter; διὰ πόθου ἐλήλυθας, Eur. Phoen. 387; κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον, Hipp. 526; πόθον ἔχων θυγατρός, I. A. 431 u. öfter; Ar. Par 573 u. sonst; u. in Prosa: ἀποθανόντος [[αὐτοῦ]] πόθον ἔχειν πάντας, Her. 3, 67; Xen. Cyr. 2, 1, 28, bes. Liebesverlangen, verliebte Sehnsucht, Hes. Sc. 41; ἐς πόθον ἤνθομες [[ἄμφω]], Theocr. 2, 143; u. oft in der Anth., z. B. Philodem. 1 (V, 24); [[ἀρσενικός]], M. Arg. 1 (V, 116); οἱ πόθοι, = ἔρωτες, Anacr. 13, 20, auch personificirt; im sing., Luc. D. D. 20 E. – Bei Theophr. auch eine Blumenart, die man auf Gräber pflanzte.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> désir d'une chose éloignée <i>ou</i> absente ; regret : τινός, de qqn <i>ou</i> de qch ; τὠμῷ πόθῳ SOPH par le regret qu’on aura de moi ; σὸς [[πόθος]] OD le regret que j’avais de toi;<br /><b>II.</b> désir passionné :<br /><b>1</b> désir sensuel, amour ; ὁ Πόθος, le Désir personnifié;<br /><b>2</b> désir (<i>en gén.</i> de la mort, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Πετ, voler vers ; cf. <i>lat.</i> peto ; sur le θ = <i>lat.</i> t, cf. [[πάθος]] et patior, [[λανθάνω]] et lateo.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πόθος''': ὁ, ἐπιθυμία σφοδρά, ἐπιθυμία μετὰ στοργῆς ἢ λύπης (διά τι ἀπὸν ἢ ἀπολωλός), [[ἐπιπόθησις]], Λατ. desiderium (πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 420Α), Ὅμ. ([[ὅστις]] προτιμᾷ τὸν τύπον [[ποθή]]), Ἡρόδ., Πίνδ., Ἀττ.· π. ἱκνεῖταί τινα Σοφ. Φιλ. 601· αἰτεῖς ἃ τεύξει· σὺν πόθῳ γὰρ ἡ [[χάρις]], τὸ [[δῶρον]] συνοδεύεται μὲ ἐπιθυμίαν τοῦ δωρεῖσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1106. 2) μετὰ γεν· ἀντικειμ., π. ἡνιόχοιο Ἰλ. Ρ. 439· [[ἀλλά]] μ’ Ὀδυσσῆος [[πόθος]] αἴνυται Ὀδ. Ξ. 144· γλυκὺν π. Ἀργοῦς Πινδ. Π. 4. 327· ἀνδρῶν πόθῳ Αἰσχύλ. Πέρσ. 133, πρβλ. Ἀγ. 414· τοῦ βίου δ’ οὐδεὶς π. Σοφ. Ἠλ. 822· ἔλαβε [αὐτοὺς] [[πόθος]]… τῆς πόλιος Ἡρόδ. Ι. 165· ἀποθανόντος [[αὐτοῦ]] πόθον ἔχειν πάντας ὁ αὐτ. 3. 67, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 646, Ἀριστοφ. Βατρ. 66· οὕτω μετὰ κτητικῆς ἀντωνυμ., σὸς [[πόθος]], ὁ πρὸς σὲ [[πόθος]], Ὀδ. Λ. 202, πρβλ. Ἀριστ. Εἰρ. 585· τοὐμῷ π. Σοφ. Ο. Τ. 969, πρβλ. Ο. Κ. 419· ― πότερα πόθοισι; [[ἕνεκα]] πόθου ἆρά γε; [[αὐτόθι]] 332· τὰς ἐν τοῖς θρήνοις καὶ πόθοις ἡδονὰς Πλάτ. Φίληβ. 48Α. ΙΙ. σφοδρὰ ἐρωτικὴ ἐπιθυμία, [[τοῖος]] γὰρ κραδίην [[πόθος]] αἴνυτο ποιμένα λαῶν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 41 ([[ὅστις]] [[οὐδαμοῦ]] χρῆται τῷ τύπῳ [[ποθή]]), Αἰσχύλ. Πρ. 654, Σοφ. Τρ. 107, 368, Θεόκρ. 2. 143, κτλ.· πόθου κέντρα Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε· τὸν π. τὸν ἐξ ἐμοῦ Σοφ. Τρ. 631· ― [[καθόλου]], ἐπιθυμία, πόθῳ θανεῖν (δηλ. τοῦ θανεῖν) Εὐρ. Ἀνδρ. 824· π. γυναικὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 55. 2) προσωποποιεῖται ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1040, [[ἔνθα]] ὁ Πόθος καὶ ἡ Πειθὼ [[εἶναι]] τέκνα τῆς Κύπριδος· Ἔρως καὶ Ἵμερος καὶ Π. Παυσ. 1. 43, 6· Κύπρι Πόθων μῆτερ, τὸ τοῦ Ὁρανίου mater saeva Cupidinum, Ἀνθ. Π. 10. 21. ΙΙΙ. [[εἶδος]] φυτοῦ [[ὅπερ]] ἐφυτεύετο ἐπὶ τάφων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 3.
|lstext='''πόθος''': ὁ, ἐπιθυμία σφοδρά, ἐπιθυμία μετὰ στοργῆς ἢ λύπης (διά τι ἀπὸν ἢ ἀπολωλός), [[ἐπιπόθησις]], Λατ. desiderium (πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 420Α), Ὅμ. ([[ὅστις]] προτιμᾷ τὸν τύπον [[ποθή]]), Ἡρόδ., Πίνδ., Ἀττ.· π. ἱκνεῖταί τινα Σοφ. Φιλ. 601· αἰτεῖς ἃ τεύξει· σὺν πόθῳ γὰρ ἡ [[χάρις]], τὸ [[δῶρον]] συνοδεύεται μὲ ἐπιθυμίαν τοῦ δωρεῖσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1106. 2) μετὰ γεν· ἀντικειμ., π. ἡνιόχοιο Ἰλ. Ρ. 439· [[ἀλλά]] μ’ Ὀδυσσῆος [[πόθος]] αἴνυται Ὀδ. Ξ. 144· γλυκὺν π. Ἀργοῦς Πινδ. Π. 4. 327· ἀνδρῶν πόθῳ Αἰσχύλ. Πέρσ. 133, πρβλ. Ἀγ. 414· τοῦ βίου δ’ οὐδεὶς π. Σοφ. Ἠλ. 822· ἔλαβε [αὐτοὺς] [[πόθος]]… τῆς πόλιος Ἡρόδ. Ι. 165· ἀποθανόντος [[αὐτοῦ]] πόθον ἔχειν πάντας ὁ αὐτ. 3. 67, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 646, Ἀριστοφ. Βατρ. 66· οὕτω μετὰ κτητικῆς ἀντωνυμ., σὸς [[πόθος]], ὁ πρὸς σὲ [[πόθος]], Ὀδ. Λ. 202, πρβλ. Ἀριστ. Εἰρ. 585· τοὐμῷ π. Σοφ. Ο. Τ. 969, πρβλ. Ο. Κ. 419· ― πότερα πόθοισι; [[ἕνεκα]] πόθου ἆρά γε; [[αὐτόθι]] 332· τὰς ἐν τοῖς θρήνοις καὶ πόθοις ἡδονὰς Πλάτ. Φίληβ. 48Α. ΙΙ. σφοδρὰ ἐρωτικὴ ἐπιθυμία, [[τοῖος]] γὰρ κραδίην [[πόθος]] αἴνυτο ποιμένα λαῶν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 41 ([[ὅστις]] [[οὐδαμοῦ]] χρῆται τῷ τύπῳ [[ποθή]]), Αἰσχύλ. Πρ. 654, Σοφ. Τρ. 107, 368, Θεόκρ. 2. 143, κτλ.· πόθου κέντρα Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε· τὸν π. τὸν ἐξ ἐμοῦ Σοφ. Τρ. 631· ― [[καθόλου]], ἐπιθυμία, πόθῳ θανεῖν (δηλ. τοῦ θανεῖν) Εὐρ. Ἀνδρ. 824· π. γυναικὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 55. 2) προσωποποιεῖται ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1040, [[ἔνθα]] ὁ Πόθος καὶ ἡ Πειθὼ [[εἶναι]] τέκνα τῆς Κύπριδος· Ἔρως καὶ Ἵμερος καὶ Π. Παυσ. 1. 43, 6· Κύπρι Πόθων μῆτερ, τὸ τοῦ Ὁρανίου mater saeva Cupidinum, Ἀνθ. Π. 10. 21. ΙΙΙ. [[εἶδος]] φυτοῦ [[ὅπερ]] ἐφυτεύετο ἐπὶ τάφων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 3.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> désir d'une chose éloignée <i>ou</i> absente ; regret : τινός, de qqn <i>ou</i> de qch ; τὠμῷ πόθῳ SOPH par le regret qu’on aura de moi ; σὸς [[πόθος]] OD le regret que j’avais de toi;<br /><b>II.</b> désir passionné :<br /><b>1</b> désir sensuel, amour ; ὁ Πόθος, le Désir personnifié;<br /><b>2</b> désir (<i>en gén.</i> de la mort, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Πετ, voler vers ; cf. <i>lat.</i> peto ; sur le θ = <i>lat.</i> t, cf. [[πάθος]] et patior, [[λανθάνω]] et lateo.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth