Anonymous

σκιάς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0898.png Seite 898]] άδος, ἡ, 1) ein jedes Schattendach, bes. von abgerundeter Kuppelform, z. B. ein Theater od. Odeum in Lacedämon, Paus. 3, 12; vgl. Ath. IV, 141 e; Plut. Them. 16 Ant. 26. Nach Poll. 10, 127 = [[σκιάδιον]], vgl. 7, 174. – 2) der Schirm, die Dolde der Dolden tragenden Pflanzen, umbella. – Bei Hesych. = [[ἀναδενδράς]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0898.png Seite 898]] άδος, ἡ, 1) ein jedes Schattendach, bes. von abgerundeter Kuppelform, z. B. ein Theater od. Odeum in Lacedämon, Paus. 3, 12; vgl. Ath. IV, 141 e; Plut. Them. 16 Ant. 26. Nach Poll. 10, 127 = [[σκιάδιον]], vgl. 7, 174. – 2) der Schirm, die Dolde der Dolden tragenden Pflanzen, umbella. – Bei Hesych. = [[ἀναδενδράς]].
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />tout abri contre le soleil (ombrelle, parasol, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιάς''': -άδος, ἡ, (σκιὰ) πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει πρὸς σκιάν, [[εἶδος]] εὐρέος σκιαδείου ἐν εἴδει οὐρανοῦ (τὸ [[σχῆμα]] ἔχοντος ἀλεξηλίου), «τέντα» μὲ θολωτὴν ὀροφήν, «κιόσκι», Θεόκρ. 15. 119, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 141F, Πλουτ. Θεμιστ. 16· [[οἷον]] τὸ τοῦ Διονύσου (πρβλ. [[σκιάδειον]]), Πολυδ. Ζ΄, 174, Ἡσύχ. 2) Σκιὰς = ὁ ἐν Ἀθήναις [[θόλος]], Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 39· ἐπὶ σκιάδος, tholo praefectus, [[αὐτόθι]] 184, 191-4, ἴδε Böckh σ. 326, Ἀμμών. παρ’ Ἁρποκρ.· [[ὡσαύτως]], κυκλικόν τι [[οἰκοδόμημα]] ἐν Σπάρτῃ ἐν ᾧ ἠθροίζετο ὁ λαὸς ἐν Ἐκκλησίᾳ, Παυσ. 3. 12, 8, Ἀνθ. Π. 9. 488. ΙΙ. ὁ [[κόρυμβος]], τῶν κορυμβοειδῶν φυτῶν, Φανίας παρ’ Ἀθην. 371D. III. = [[ἀναδενδράς]], Ἡσύχ.
|lstext='''σκιάς''': -άδος, ἡ, (σκιὰ) πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει πρὸς σκιάν, [[εἶδος]] εὐρέος σκιαδείου ἐν εἴδει οὐρανοῦ (τὸ [[σχῆμα]] ἔχοντος ἀλεξηλίου), «τέντα» μὲ θολωτὴν ὀροφήν, «κιόσκι», Θεόκρ. 15. 119, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 141F, Πλουτ. Θεμιστ. 16· [[οἷον]] τὸ τοῦ Διονύσου (πρβλ. [[σκιάδειον]]), Πολυδ. Ζ΄, 174, Ἡσύχ. 2) Σκιὰς = ὁ ἐν Ἀθήναις [[θόλος]], Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 39· ἐπὶ σκιάδος, tholo praefectus, [[αὐτόθι]] 184, 191-4, ἴδε Böckh σ. 326, Ἀμμών. παρ’ Ἁρποκρ.· [[ὡσαύτως]], κυκλικόν τι [[οἰκοδόμημα]] ἐν Σπάρτῃ ἐν ᾧ ἠθροίζετο ὁ λαὸς ἐν Ἐκκλησίᾳ, Παυσ. 3. 12, 8, Ἀνθ. Π. 9. 488. ΙΙ. ὁ [[κόρυμβος]], τῶν κορυμβοειδῶν φυτῶν, Φανίας παρ’ Ἀθην. 371D. III. = [[ἀναδενδράς]], Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />tout abri contre le soleil (ombrelle, parasol, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]].
}}
}}
{{grml
{{grml