Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πτερόν: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0808.png Seite 808]] τό, 1) [[Feder]], womit man fliegt ([[πτέσθαι]]), [[Flügel]], Fittig; Hom. gew. im plur.; οἰωνοὶ περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες, Il. 11, 454; τιναξάσθην πτερὰ πολλά, Od. 2, 151; als Sinnbild der Geschwindigkeit, νέες ὠκεῖαι, ὡςεὶ πτερὸν ἠὲ [[νόημα]], 7, 36; vgl. πόδα ἴσον πτεροῖς, Eur. I. T. 32; πτεροῖσιν ἀκάμαντας ἵππους, Pind. Ol. 1, 87; πτεροῖσιν πορφυρέοις πεφρίκοντας νῶτα, P. 4, 182; er vrbdt auch πτερὰ νικᾶν δέξατο, P. 9, 125, die Fittige des Sieges, dessen Ruhm sich schnell verbreitete; κίρκον εἰσορῶ δρόμῳ πτεροῖς ἐφορμαίνοντα, Aesch. Pers. 204; u. so in Prosa überall; ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσθαι, sich mit fremden Federn schmücken, Luc. pro merc. cond. 24. – Übertr. wie bei uns, κείρειν τινὶ τὰ πτερά, Einem die Flügel beschneiden, ihn in Schranken halten, Callim. ep. 49, 8. – Von den Flughäuten der Fledermaus, Her. 2, 76. – Auch das junge Barthaar, Milchhaar, Jac. A. P. 773. – Auch der Vogel, und überh. jedes geflügelte Geschöpf, Ar. Pax 76; dah. auch, wie [[οἰωνός]], Vogelzeichen, οὐκ ἔσθ' [[ὅπως]] οὐ πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτερὸν ἐξήγαγ' εἰς τόδ' [[ἄλσος]], Soph. O. C. 97; Geschick, Loos, πόνου δ' ἴδοις ἂν οὐδαμοῦ ταὐτὸν [[πτερόν]], Aesch. Suppl. 324. – Auch wie bei uns übertr., der Schutz, Παλλάδος δ' ὑπὸ πτεροῖς ὄντας ἅζεται [[πατήρ]], unter den Fittigen der Pallas, Aesch. Eum. 455; vgl. τὰ κείνου τέκν' ἔχων ὑπὸ πτε ροῖς, Eur. Heracl. 10. – Von Rudern u. Segeln, welche die Flügel des Schiffes sind, νηὸς πτερά, Hes. O. 630, wie Hom. sagt ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται, Od. 11, 125. 23, 272; νεὼς [[οὔριον]] [[πτερόν]], Eur. Hel. 146; Ar. u. in Prosa (vgl. auch [[πτερόω]]); auch die Räder, s. Müller Lycophr. 1072; vgl. Voß Virg. Georg. 1, 169. – Fächer, com. bei Poll. 10, 127. – 2) Die Säulenstellung an beiden Seiten der griechischen Tempel, und an den ägyptischen, welche dergleichen nicht hatten, die Seitenmauern; auch eine Art Mauerzinnen zur Vertheidigung der Mauern. – Eine mit Eisen beschlagene Zugbrücke vor den Stadtthoren, Schol. Eur. Phoen. 114. – Πτερὰ Θετταλικά, ein weiter, thessalischer Flügelmantel, Coray Heliod. 2 p. 18. – Ein Saiteninstrument, vielleicht eine [[σῦριγξ]], Anonym. Bellerm. de mus. 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0808.png Seite 808]] τό, 1) [[Feder]], womit man fliegt ([[πτέσθαι]]), [[Flügel]], Fittig; Hom. gew. im plur.; οἰωνοὶ περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες, Il. 11, 454; τιναξάσθην πτερὰ πολλά, Od. 2, 151; als Sinnbild der Geschwindigkeit, νέες ὠκεῖαι, ὡςεὶ πτερὸν ἠὲ [[νόημα]], 7, 36; vgl. πόδα ἴσον πτεροῖς, Eur. I. T. 32; πτεροῖσιν ἀκάμαντας ἵππους, Pind. Ol. 1, 87; πτεροῖσιν πορφυρέοις πεφρίκοντας νῶτα, P. 4, 182; er vrbdt auch πτερὰ νικᾶν δέξατο, P. 9, 125, die Fittige des Sieges, dessen Ruhm sich schnell verbreitete; κίρκον εἰσορῶ δρόμῳ πτεροῖς ἐφορμαίνοντα, Aesch. Pers. 204; u. so in Prosa überall; ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσθαι, sich mit fremden Federn schmücken, Luc. pro merc. cond. 24. – Übertr. wie bei uns, κείρειν τινὶ τὰ πτερά, Einem die Flügel beschneiden, ihn in Schranken halten, Callim. ep. 49, 8. – Von den Flughäuten der Fledermaus, Her. 2, 76. – Auch das junge Barthaar, Milchhaar, Jac. A. P. 773. – Auch der Vogel, und überh. jedes geflügelte Geschöpf, Ar. Pax 76; dah. auch, wie [[οἰωνός]], Vogelzeichen, οὐκ ἔσθ' [[ὅπως]] οὐ πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτερὸν ἐξήγαγ' εἰς τόδ' [[ἄλσος]], Soph. O. C. 97; Geschick, Loos, πόνου δ' ἴδοις ἂν οὐδαμοῦ ταὐτὸν [[πτερόν]], Aesch. Suppl. 324. – Auch wie bei uns übertr., der Schutz, Παλλάδος δ' ὑπὸ πτεροῖς ὄντας ἅζεται [[πατήρ]], unter den Fittigen der Pallas, Aesch. Eum. 455; vgl. τὰ κείνου τέκν' ἔχων ὑπὸ πτε ροῖς, Eur. Heracl. 10. – Von Rudern u. Segeln, welche die Flügel des Schiffes sind, νηὸς πτερά, Hes. O. 630, wie Hom. sagt ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται, Od. 11, 125. 23, 272; νεὼς [[οὔριον]] [[πτερόν]], Eur. Hel. 146; Ar. u. in Prosa (vgl. auch [[πτερόω]]); auch die Räder, s. Müller Lycophr. 1072; vgl. Voß Virg. Georg. 1, 169. – Fächer, com. bei Poll. 10, 127. – 2) Die Säulenstellung an beiden Seiten der griechischen Tempel, und an den ägyptischen, welche dergleichen nicht hatten, die Seitenmauern; auch eine Art Mauerzinnen zur Vertheidigung der Mauern. – Eine mit Eisen beschlagene Zugbrücke vor den Stadtthoren, Schol. Eur. Phoen. 114. – Πτερὰ Θετταλικά, ein weiter, thessalischer Flügelmantel, Coray Heliod. 2 p. 18. – Ein Saiteninstrument, vielleicht eine [[σῦριγξ]], Anonym. Bellerm. de mus. 17.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (τό) :<br /><b>I.</b> plume d'aile : ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσθαι LUC se parer des plumes d'autrui ; <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> plumet, aigrette;<br /><b>2</b> trait garni de plumes;<br /><b>II.</b> <i>d'ord.</i> τὰ πτερά aile, <i>particul.</i><br /><b>1</b> aile d'oiseau ; les ailes aux pieds d'Hermès ; les ailes sur un casque ; <i>p. ext.</i> oiseau, tout être ailé ; augure, auspice, <i>ou en gén.</i> coup d'aile <i>ou</i> direction du sort, de la destinée, <i>et, p. suite</i>, sort, destinée;<br /><b>2</b> aile d'insecte;<br /><b>3</b> <i>fig. comme symbole de force</i> : [[τῷ]] δ’ [[αὖτε]] πτερὰ γίγνετο IL (ses armes) lui étaient comme des ailes à un oiseau ; <i>comme symbole d'agilité, de légèreté ; comme symbole de protection</i> : Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ESCHL sous les ailes de Pallas;<br /><b>III.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> <i>en parl. de navires</i> rangée de rames;<br /><b>2</b> colonnade de temple;<br /><b>3</b> aile de bâtiment, <i>particul.</i> construction en saillie aux deux côtés de la porte principale d'un temple égyptien.<br />'''Étymologie:''' R. Πετ, voler ; v. [[πέτομαι]], [[ἵπταμαι]], etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πτερόν''': τό, ([[πέτομαι]], [[πτέσθαι]]) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. πτερά, Ὀδ. Ο. 527, Ἡρόδ. 2. 73, κ. ἀλλ., καὶ παρ’ Ἀττ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, [[πτερόν]], Εὐρ. Ρῆσ. 618, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 584, 1105· πτεροῦ σῦριγξ, τὸ [[κάτω]] [[μέρος]], ὁ κάλαμος τοῦ πτεροῦ (πρβλ. [[καυλός]]), Ἱππ. 886G· τὰ ὦτα πτερῷ κνῆσθαι Λουκ. π. Ὀρχ. 2· ― ἀντὶ τριχῶν πτερὰ φύειν Πλάτ. Τίμ. 91D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 106· ἡ τῶν πτερῶν ἀποβολὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 246D· ― παροιμ., πόνου δ’ ἴδοις ἂν [[οὐδαμοῦ]] ταὐτὸν [[πτερόν]], τῆς δυστυχίας τὰ πτερὰ [[εἶναι]] ποικίλα, δηλ. ἡ [[δυστυχία]] [[εἶναι]] πολλῶν εἰδῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 328 (πρβλ. [[ὁμόπτερος]])· τοῖς αὑτῶν πτεροῖς [[ἁλίσκομαι]], τοξεύομαι μὲ [[βέλος]] ἔχον ἐκ τῶν ἰδίων μου πτερῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 129, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 808, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 139. viii· ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλομαι, [[κομπάζω]] διὰ ξένα πτερά, (πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας «μὲ ξένα πτερὰ πετῶ...») Λουκ. Ἀπολογ. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 4. 2) = [[πτέρυξ]], πτηνοῦ [[πτέρυξ]] («φτεροῦγα») ἢ συνήθως ἐν τῷ πλθ., = πτέρυγες, Ἰλ. Λ. 454, Ὀδ. Β. 151, κτλ.· (ἐν τῷ ἑνικῷ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305)· αἰθέρα πτεροῖς ψαίρειν Αἰσχύλ. Προμ. 394 (πρβλ. [[ἐξακρίζω]])· Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντας, κατὰ μεταφορὰν ἐκ τῶν νεοσσῶν τῶν κρυπτομένων ὑπὸ τὰς πτέρυγας τῆς ἀλεκτορίδος, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 1001· οὕτω, τὰ τέκν’ ἔχων ὑπὸ πτεροῖς Εὐρ. Ἡρακλ. 10, κτλ.· ― ὡς [[σύμβολον]] ταχύτητος, [[ὡσεὶ]] πτερὸν ἠὲ [[νόημα]] Ὀδ. Η. 36· [[πόδα]] τιθεὶς ἴσον πτεροῖς Εὐρ. Ι. Τ. 32· πηδᾷ τἀδικήματ’ ἐς θεοὺς πτεροῖσι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 508· [[ὡσαύτως]], τῷ δ’ [[εὖτε]] πτερὰ γίγνετο, «τῷ δὲ Ἀχιλλεῖ κοῦφα καὶ ἁρμόδια τὰ ὅπλα ἐγίγνοντο [[ὡσεὶ]] πτερὰ» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. 386. 3) αἱ πτέρυγες νυκτερίδος (ἴδε [[πτίλον]] ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 76· ἐντόμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 4. 7, 8, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 3, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[τετράπτερος]], [[πολύπτερος]]. ΙΙ. πᾶν τὸ φέρον πτέρυγας, [[οἷον]] ἡ [[Σφίγξ]], Εὐρ. Φοίν. 806· ὁ [[κάνθαρος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 76. 2) ὡς τὸ [[οἰωνός]], Λατ. avis, πτηνὸν παρέχον προφητικὸν [[σημεῖον]], πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτ. Σοφ. Ο. Κ. 96· πολλὰ πτερὰ δέξατο [[νικᾶν]] Πινδ. Π. 9. 220· ― [[ὡσαύτως]], νωμᾷ δ’ ἐν οἰωνοῖσι τοὐκείνης [Ἀφροδίτης] πτερὸν ἐν θηρσίν, ἐν βροτοῖσιν, ἐν θεοῖς, ἡ [[δύναμις]] αὐτῆς, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 11. ΙΙΙ. πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] ὅμοιον πρὸς πτέρυγας ἢ πτερά· [[οἷον]] 1) πτερὰ τοῦ πλοίου, δηλ. αἱ κῶπαι (πρβλ. [[πτερόω]]), ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται Ὀδ. Λ. 125., Ψ. 272· οὕτω, νηὸς πτερὰ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626 ([[ἔνθα]] ἕτεροι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς ἐπὶ τῶν ἱστίων λεγομένην, πρβλ. [[πτίλον]] ΙΙΙ. 2)· ὅπη νεὼς στείλαιμ’ ἂν [[οὔριον]] πτ. Εὐρ. Ἑλ. 147· [[σκάφος]] ἀΐσσον πτεροῖσι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1086· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ τῶν πτερύγων πτηνῶν, πτεροῖς ἐρέσσειν Εὐρ. Ι Τ. 298· οὕτω, πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 52· πτερῶν εἰρεσίᾳ, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Λουκ. Τίμ. 40· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν τροχῶν, Müller εἰς Λυκόφρ. 1072. 2) ἀέθλων πτερά, δηλ. τὸ [[βραβεῖον]], ὁ [[στέφανος]] τῆς νίκης ὁ ὑψῶν τὸν ποιητὴν μέχρις οὐρανοῦ, Πινδ. Ο. 14· ἐν τέλ., πρβλ. Π. 9· ἐν τέλ. 3) τὸ [[φύλλωμα]] τῶν δένδρων, Σοφ. Ἀποσπ. 24, ἐν τῷ ἑνικῷ. 4) ῥιπίδιον ἢ [[θολία]], σκιάδιον, «παρασόλι», Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπάσμ. 2. σ. 786. 5) πτ. ἱέρακος, πτερὸν ἱέρακος ὃ ἐφόρει ὁ ἱερογραμματεὺς ἐν Αἰγύπτῳ, Διόδ. 1. 87, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 757· ἴδε [[πτεροφόρης]]. 6) [[βέλος]] ἐπτερωμένον, Εὐρ. Ἑλ. 76, πρβλ. [[πτερόεις]], [[πτέρωμα]] Ι. 7) τοῦ πώγωνος τὰ πτερά, τὰ [[ἄκρα]] τοῦ πώγωνος, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 33. 8) τὸ [[ἄκρον]] τοῦ ἀρότρου, ὁλκαίῳ πτερῷ, τῷ ἄκρῳ τοῦ ἀρότρου, διὰ τοῦ ὑνίου, Λυκόφρ. 1072. 9) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ περὶ οἰκοδόμημά τι [[κυρίως]] ναοῦ ἐξωτερικὴ σειρὰ κιόνων, ἴδε ἄπτερος, [[δίπτερος]], [[περίπτερος]], [[πτέρωμα]]· ― ἐν Αἰγύπτῳ [[ἔνθα]] δὲν ὑπῆρχον πλευρικοὶ κίονες, καλοῦνται [[οὕτως]] οἱ πλευρικοὶ τοῖχοι, Στράβ. 805, Πλούτ. 2. 359Α. β) [[εἶδος]] γείσου ἢ ἐπάλξεως, Λατ. pinna, ἴδε Δουκάγγ. γ) σιδηρόφρακτος ἢ σιδηροπαγὴς [[γέφυρα]] κινητὴ εὑρισκομένη πρὸ τῆς πύλης πόλεως, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 114· πρβλ. [[καθέτης]]. 10) πτερὰ Θετταλικά, ἐκαλοῦντο τὰ εὐκίνητα κράσπεδα τῆς χλαμύδος (ἴδε [[πτέρυξ]] ΙΙ. 4), Πολυδ. Ζ΄, 46· ὁ Ἡσύχ. ἔχει πτέρυγες... [[μέρος]] χιτῶνος, τὰ περὶ τὰ κράσπεδα, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 448. 40, ὅρα Λεξ. Ἀρχαιοτ. ἐν λέξ. [[χλαμύς]]. ― Πρβλ. [[πτέρυξ]], [[πτερύγιον]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους.
|lstext='''πτερόν''': τό, ([[πέτομαι]], [[πτέσθαι]]) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. πτερά, Ὀδ. Ο. 527, Ἡρόδ. 2. 73, κ. ἀλλ., καὶ παρ’ Ἀττ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, [[πτερόν]], Εὐρ. Ρῆσ. 618, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 584, 1105· πτεροῦ σῦριγξ, τὸ [[κάτω]] [[μέρος]], ὁ κάλαμος τοῦ πτεροῦ (πρβλ. [[καυλός]]), Ἱππ. 886G· τὰ ὦτα πτερῷ κνῆσθαι Λουκ. π. Ὀρχ. 2· ― ἀντὶ τριχῶν πτερὰ φύειν Πλάτ. Τίμ. 91D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 106· ἡ τῶν πτερῶν ἀποβολὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 246D· ― παροιμ., πόνου δ’ ἴδοις ἂν [[οὐδαμοῦ]] ταὐτὸν [[πτερόν]], τῆς δυστυχίας τὰ πτερὰ [[εἶναι]] ποικίλα, δηλ. ἡ [[δυστυχία]] [[εἶναι]] πολλῶν εἰδῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 328 (πρβλ. [[ὁμόπτερος]])· τοῖς αὑτῶν πτεροῖς [[ἁλίσκομαι]], τοξεύομαι μὲ [[βέλος]] ἔχον ἐκ τῶν ἰδίων μου πτερῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 129, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 808, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 139. viii· ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλομαι, [[κομπάζω]] διὰ ξένα πτερά, (πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας «μὲ ξένα πτερὰ πετῶ...») Λουκ. Ἀπολογ. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 4. 2) = [[πτέρυξ]], πτηνοῦ [[πτέρυξ]] («φτεροῦγα») ἢ συνήθως ἐν τῷ πλθ., = πτέρυγες, Ἰλ. Λ. 454, Ὀδ. Β. 151, κτλ.· (ἐν τῷ ἑνικῷ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305)· αἰθέρα πτεροῖς ψαίρειν Αἰσχύλ. Προμ. 394 (πρβλ. [[ἐξακρίζω]])· Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντας, κατὰ μεταφορὰν ἐκ τῶν νεοσσῶν τῶν κρυπτομένων ὑπὸ τὰς πτέρυγας τῆς ἀλεκτορίδος, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 1001· οὕτω, τὰ τέκν’ ἔχων ὑπὸ πτεροῖς Εὐρ. Ἡρακλ. 10, κτλ.· ― ὡς [[σύμβολον]] ταχύτητος, [[ὡσεὶ]] πτερὸν ἠὲ [[νόημα]] Ὀδ. Η. 36· [[πόδα]] τιθεὶς ἴσον πτεροῖς Εὐρ. Ι. Τ. 32· πηδᾷ τἀδικήματ’ ἐς θεοὺς πτεροῖσι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 508· [[ὡσαύτως]], τῷ δ’ [[εὖτε]] πτερὰ γίγνετο, «τῷ δὲ Ἀχιλλεῖ κοῦφα καὶ ἁρμόδια τὰ ὅπλα ἐγίγνοντο [[ὡσεὶ]] πτερὰ» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. 386. 3) αἱ πτέρυγες νυκτερίδος (ἴδε [[πτίλον]] ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 76· ἐντόμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 4. 7, 8, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 3, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[τετράπτερος]], [[πολύπτερος]]. ΙΙ. πᾶν τὸ φέρον πτέρυγας, [[οἷον]] ἡ [[Σφίγξ]], Εὐρ. Φοίν. 806· ὁ [[κάνθαρος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 76. 2) ὡς τὸ [[οἰωνός]], Λατ. avis, πτηνὸν παρέχον προφητικὸν [[σημεῖον]], πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτ. Σοφ. Ο. Κ. 96· πολλὰ πτερὰ δέξατο [[νικᾶν]] Πινδ. Π. 9. 220· ― [[ὡσαύτως]], νωμᾷ δ’ ἐν οἰωνοῖσι τοὐκείνης [Ἀφροδίτης] πτερὸν ἐν θηρσίν, ἐν βροτοῖσιν, ἐν θεοῖς, ἡ [[δύναμις]] αὐτῆς, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 11. ΙΙΙ. πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] ὅμοιον πρὸς πτέρυγας ἢ πτερά· [[οἷον]] 1) πτερὰ τοῦ πλοίου, δηλ. αἱ κῶπαι (πρβλ. [[πτερόω]]), ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται Ὀδ. Λ. 125., Ψ. 272· οὕτω, νηὸς πτερὰ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626 ([[ἔνθα]] ἕτεροι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς ἐπὶ τῶν ἱστίων λεγομένην, πρβλ. [[πτίλον]] ΙΙΙ. 2)· ὅπη νεὼς στείλαιμ’ ἂν [[οὔριον]] πτ. Εὐρ. Ἑλ. 147· [[σκάφος]] ἀΐσσον πτεροῖσι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1086· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ τῶν πτερύγων πτηνῶν, πτεροῖς ἐρέσσειν Εὐρ. Ι Τ. 298· οὕτω, πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 52· πτερῶν εἰρεσίᾳ, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Λουκ. Τίμ. 40· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν τροχῶν, Müller εἰς Λυκόφρ. 1072. 2) ἀέθλων πτερά, δηλ. τὸ [[βραβεῖον]], ὁ [[στέφανος]] τῆς νίκης ὁ ὑψῶν τὸν ποιητὴν μέχρις οὐρανοῦ, Πινδ. Ο. 14· ἐν τέλ., πρβλ. Π. 9· ἐν τέλ. 3) τὸ [[φύλλωμα]] τῶν δένδρων, Σοφ. Ἀποσπ. 24, ἐν τῷ ἑνικῷ. 4) ῥιπίδιον ἢ [[θολία]], σκιάδιον, «παρασόλι», Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπάσμ. 2. σ. 786. 5) πτ. ἱέρακος, πτερὸν ἱέρακος ὃ ἐφόρει ὁ ἱερογραμματεὺς ἐν Αἰγύπτῳ, Διόδ. 1. 87, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 757· ἴδε [[πτεροφόρης]]. 6) [[βέλος]] ἐπτερωμένον, Εὐρ. Ἑλ. 76, πρβλ. [[πτερόεις]], [[πτέρωμα]] Ι. 7) τοῦ πώγωνος τὰ πτερά, τὰ [[ἄκρα]] τοῦ πώγωνος, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 33. 8) τὸ [[ἄκρον]] τοῦ ἀρότρου, ὁλκαίῳ πτερῷ, τῷ ἄκρῳ τοῦ ἀρότρου, διὰ τοῦ ὑνίου, Λυκόφρ. 1072. 9) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ περὶ οἰκοδόμημά τι [[κυρίως]] ναοῦ ἐξωτερικὴ σειρὰ κιόνων, ἴδε ἄπτερος, [[δίπτερος]], [[περίπτερος]], [[πτέρωμα]]· ― ἐν Αἰγύπτῳ [[ἔνθα]] δὲν ὑπῆρχον πλευρικοὶ κίονες, καλοῦνται [[οὕτως]] οἱ πλευρικοὶ τοῖχοι, Στράβ. 805, Πλούτ. 2. 359Α. β) [[εἶδος]] γείσου ἢ ἐπάλξεως, Λατ. pinna, ἴδε Δουκάγγ. γ) σιδηρόφρακτος ἢ σιδηροπαγὴς [[γέφυρα]] κινητὴ εὑρισκομένη πρὸ τῆς πύλης πόλεως, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 114· πρβλ. [[καθέτης]]. 10) πτερὰ Θετταλικά, ἐκαλοῦντο τὰ εὐκίνητα κράσπεδα τῆς χλαμύδος (ἴδε [[πτέρυξ]] ΙΙ. 4), Πολυδ. Ζ΄, 46· ὁ Ἡσύχ. ἔχει πτέρυγες... [[μέρος]] χιτῶνος, τὰ περὶ τὰ κράσπεδα, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 448. 40, ὅρα Λεξ. Ἀρχαιοτ. ἐν λέξ. [[χλαμύς]]. ― Πρβλ. [[πτέρυξ]], [[πτερύγιον]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (τό) :<br /><b>I.</b> plume d'aile : ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσθαι LUC se parer des plumes d'autrui ; <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> plumet, aigrette;<br /><b>2</b> trait garni de plumes;<br /><b>II.</b> <i>d'ord.</i> τὰ πτερά aile, <i>particul.</i><br /><b>1</b> aile d'oiseau ; les ailes aux pieds d'Hermès ; les ailes sur un casque ; <i>p. ext.</i> oiseau, tout être ailé ; augure, auspice, <i>ou en gén.</i> coup d'aile <i>ou</i> direction du sort, de la destinée, <i>et, p. suite</i>, sort, destinée;<br /><b>2</b> aile d'insecte;<br /><b>3</b> <i>fig. comme symbole de force</i> : [[τῷ]] δ’ [[αὖτε]] πτερὰ γίγνετο IL (ses armes) lui étaient comme des ailes à un oiseau ; <i>comme symbole d'agilité, de légèreté ; comme symbole de protection</i> : Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ESCHL sous les ailes de Pallas;<br /><b>III.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> <i>en parl. de navires</i> rangée de rames;<br /><b>2</b> colonnade de temple;<br /><b>3</b> aile de bâtiment, <i>particul.</i> construction en saillie aux deux côtés de la porte principale d'un temple égyptien.<br />'''Étymologie:''' R. Πετ, voler ; v. [[πέτομαι]], [[ἵπταμαι]], etc.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth