Anonymous

σκελετός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> ὁ) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0891.png Seite 891]] ausgetrocknet, [[δάκος]], Nic. Ther. 696, Schol. ἐσκληκός; ausgedörrt, abgemagert, dah. trocken, dürr, mager; τὸ σκελετόν, sc. [[σῶμα]], Mumie, Plut. Sept. sap. conv. 2; οἱ ὑπὸ γῆν, Lucill. 56 (IX, 92); vgl. Luc. Necyom. 15. – Uebtr. sagt Plut. Anton. 76 αὐτὸς δὲ κείσεται σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0891.png Seite 891]] ausgetrocknet, [[δάκος]], Nic. Ther. 696, Schol. ἐσκληκός; ausgedörrt, abgemagert, dah. trocken, dürr, mager; τὸ σκελετόν, sc. [[σῶμα]], Mumie, Plut. Sept. sap. conv. 2; οἱ ὑπὸ γῆν, Lucill. 56 (IX, 92); vgl. Luc. Necyom. 15. – Uebtr. sagt Plut. Anton. 76 αὐτὸς δὲ κείσεται σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />desséché ; τὸ σκελετόν ([[σῶμα]]) momie ; ὁ [[σκελετός]] squelette.<br />'''Étymologie:''' [[σκέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκελετός''': -ή, -όν, (√ ΣΚΕΛ, [[σκέλλω]]) ὁ ἀπεξηραμμένος, [[κατάξηρος]], Κινησίας σκ.· ἄπυγος Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 2· σκ. [[δάκος]] Νικ. Θηρ. 696. ΙΙ. σκελετόν (ἐξυπακ. [[σῶμα]]), τό, ἀπεξηραμμένον [[σῶμα]], «μομμία», Πλούτ. 2. 736Α, πρβλ. 148Α· [[ὡσαύτως]] ἀρσεν., Λαμπρὸς ... Μουσῶν σκελετὸς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἠμιθανῆ σκελετὸν Ἀνθ. Π. 11. 392· τῶν ὑπὸ γῆν σκελετῶν λεπτότατος [[αὐτόθι]] 92· κείσεται σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος Πλουτ. Ἀντών. 75 2) «[[σκελετός]]», τὸ σύνολον τῶν ὀστῶν, Γαλην. 2. 221, 222, κ. ἀλλ.
|lstext='''σκελετός''': -ή, -όν, (√ ΣΚΕΛ, [[σκέλλω]]) ὁ ἀπεξηραμμένος, [[κατάξηρος]], Κινησίας σκ.· ἄπυγος Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 2· σκ. [[δάκος]] Νικ. Θηρ. 696. ΙΙ. σκελετόν (ἐξυπακ. [[σῶμα]]), τό, ἀπεξηραμμένον [[σῶμα]], «μομμία», Πλούτ. 2. 736Α, πρβλ. 148Α· [[ὡσαύτως]] ἀρσεν., Λαμπρὸς ... Μουσῶν σκελετὸς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἠμιθανῆ σκελετὸν Ἀνθ. Π. 11. 392· τῶν ὑπὸ γῆν σκελετῶν λεπτότατος [[αὐτόθι]] 92· κείσεται σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος Πλουτ. Ἀντών. 75 2) «[[σκελετός]]», τὸ σύνολον τῶν ὀστῶν, Γαλην. 2. 221, 222, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />desséché ; τὸ σκελετόν ([[σῶμα]]) momie ; ὁ [[σκελετός]] squelette.<br />'''Étymologie:''' [[σκέλλω]].
}}
}}
{{eles
{{eles