Anonymous

σεμνολογέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0871.png Seite 871]] Aesch. 2, 93, Luc. sacrif. 5, gew. σεμνολογέομαι, würdevoll, feierlich, ernsthaft sprechen, in feierlichem, vornehmem Tone reden; Dem. 19, 255; Luc. amor. 50; τί, Plut. Sull. 13; [[ἀμφί]] τινος, App. Hisp. 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0871.png Seite 871]] Aesch. 2, 93, Luc. sacrif. 5, gew. σεμνολογέομαι, würdevoll, feierlich, ernsthaft sprechen, in feierlichem, vornehmem Tone reden; Dem. 19, 255; Luc. amor. 50; τί, Plut. Sull. 13; [[ἀμφί]] τινος, App. Hisp. 18.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />parler avec gravité <i>ou</i> avec emphase : σ. [[τι]] [[περί]] τινος dire qch de qqn en termes graves <i>ou</i> emphatiques ; τινι [[ὡς]] dire gravement à qqn que.<br />'''Étymologie:''' [[σεμνολόγος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σεμνολογέω''': ὁμιλῶ σοβαρῶς καὶ ἐν σεμνότητι, μὲ προσποίησιν ὁμιλῶ, σ. τινι ὡς …, [[λέγω]] εἴς τινα μετὰ σοβαρότητος ὅτι …, Αἰσχίν. 40. 29· ἀμφὶ ἢ [[περί]] τινος Ἀππ. Ἰβηρ. 18. Ἐμφυλ. 1. 9· τι [[περί]] τινος Λουκ. π. Θυσιῶν 5· -ὡσαύστως ὡς ἀποθετ. σεμνολογέομαι, ὁμιλῶ μὲ σοβαρὰς φράσεις, Δημ. 42. 19· νεανικῶς σ. τι Λουκ. Ἔρωτ. 50· σ. τὸν Θησέα καὶ τὰ Μηδικὰ Πλουτ. Σύλλ. 13.
|lstext='''σεμνολογέω''': ὁμιλῶ σοβαρῶς καὶ ἐν σεμνότητι, μὲ προσποίησιν ὁμιλῶ, σ. τινι ὡς …, [[λέγω]] εἴς τινα μετὰ σοβαρότητος ὅτι …, Αἰσχίν. 40. 29· ἀμφὶ ἢ [[περί]] τινος Ἀππ. Ἰβηρ. 18. Ἐμφυλ. 1. 9· τι [[περί]] τινος Λουκ. π. Θυσιῶν 5· -ὡσαύστως ὡς ἀποθετ. σεμνολογέομαι, ὁμιλῶ μὲ σοβαρὰς φράσεις, Δημ. 42. 19· νεανικῶς σ. τι Λουκ. Ἔρωτ. 50· σ. τὸν Θησέα καὶ τὰ Μηδικὰ Πλουτ. Σύλλ. 13.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />parler avec gravité <i>ou</i> avec emphase : σ. [[τι]] [[περί]] τινος dire qch de qqn en termes graves <i>ou</i> emphatiques ; τινι [[ὡς]] dire gravement à qqn que.<br />'''Étymologie:''' [[σεμνολόγος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm