Anonymous

σιωπάω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0887.png Seite 887]] fut. σιωπήσομαι, Soph. O. R. 233 u. Ar. Pax 309, Luc. Prom. 13, σιωπήσω, Plut. Phoc. 21, –[[ schweigen]], [[still sein]], Gegensatz des Sprechens (vgl. [[σιγάω]]); σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει, Il. 2, 280. 23, 568; Soph. u. A.; τινί, gegen Jem. Stillschweigen beobachten, Ar. Ran. 1134; Her. 7, 10; οἵτινες αἰσχυνόμενοι πρὸς ἅπαντας σιωπήσονται, Plat. Phaedr. 234 a; Folgde; σιωπῶ μὲν λαβών, βοῶ δ' ἀναλώσας, Dem. 18, 82; ἐρῶ καὶ οὐ σιωπήσομαι, 45, 83. – Trans., verschweigen, daher σεσιωπαμένον, Pind. (s. [[σωπάω]]); Eur. vrbdt καὶ τί σιγῶσ' ὧν σιωπᾶσθαι [[χρεών]], Ion 432; ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων, Dem. prooem. 21; Isocr. 1, 22. – Med. stillschweigen heißen, beschwichtigen, σιωπήσασθαι τὰ πλήθη, Pol. 18, 29, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0887.png Seite 887]] fut. σιωπήσομαι, Soph. O. R. 233 u. Ar. Pax 309, Luc. Prom. 13, σιωπήσω, Plut. Phoc. 21, –[[ schweigen]], [[still sein]], Gegensatz des Sprechens (vgl. [[σιγάω]]); σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει, Il. 2, 280. 23, 568; Soph. u. A.; τινί, gegen Jem. Stillschweigen beobachten, Ar. Ran. 1134; Her. 7, 10; οἵτινες αἰσχυνόμενοι πρὸς ἅπαντας σιωπήσονται, Plat. Phaedr. 234 a; Folgde; σιωπῶ μὲν λαβών, βοῶ δ' ἀναλώσας, Dem. 18, 82; ἐρῶ καὶ οὐ σιωπήσομαι, 45, 83. – Trans., verschweigen, daher σεσιωπαμένον, Pind. (s. [[σωπάω]]); Eur. vrbdt καὶ τί σιγῶσ' ὧν σιωπᾶσθαι [[χρεών]], Ion 432; ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων, Dem. prooem. 21; Isocr. 1, 22. – Med. stillschweigen heißen, beschwichtigen, σιωπήσασθαι τὰ πλήθη, Pol. 18, 29, 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐσιώπων, <i>f.</i> σιωπήσομαι, <i>postér.</i> σιωπήσω, <i>ao.</i> ἐσιώπησα, <i>pf.</i> σεσιώπηκα;<br /><i>Pass. f.</i> σιωπηθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσιωπήθην, <i>pf.</i> σεσιώπημαι;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> garder le silence, se taire;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> taire, passer sous silence, acc. ; <i>Pass.</i> être tu, être passé sous silence, être gardé secret.<br />'''Étymologie:''' [[σιωπή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σιωπάω''': ἀπαρ. σιωπᾶν (συνῃρ) Ἰλ. Β. 280· μέλλ. -ήσομαι παρὰ τοῖς δοκίμοις, [[οἷον]] Σοφ. Ο. Τ. 233, Ἀριστοφ. Εἰρ. 309, Ὄρν. 225, Λυσ. 364, Πλάτ., κλπ.· μεταγεν. -ήσω Διον. Ἁλ. 11. 6, Πλούτ., κλπ. (ἴδε [[σιγάω]])· - ἀόρ. ἐσιώπησα Ὅμηρ., Ἀττ.· - πρκμ. σεσιώπηκα Ἀριστοφ. Σφ. 944, Δημ. 74. 2. - Μέσ. καὶ Παθ., ἴδε κατωτ.· - [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ Δωρ. [[τύπος]] [[σωπάω]], ἴδε ἐν λέξ. Εἶμαι [[σιωπηλός]], [[ἥσυχος]], σιωπῶ, σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει Ἰλ. Β. 280, πρβλ. Ψ. 568, Ὀδ. Ρ. 513 ([[ἔνθα]] δύναται νὰ ληφθῇ ὡς μεταβ.)· ἀκολούθως παρ’ Ἡρόδ. 7. 10 ἐν ἀρχ., καὶ Ἀττ.· [[Σιμωνίδης]] τὴν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει Πλούτ. 2. 346F· φησὶν σιωπῶν, δηλ. ἡ [[σιωπή]] του σημαίνει συναίνεσιν, Εὐρ. Ὀρ. 1592, πρβλ. Ι. Α. 1245· πονηρῶν ἔργων δόξει κοινωνεῖν τῷ σιωπῆσαι Δημ. 351. 17· σ. τινι, τηρῶ σιγὴν [[πρός]] τινα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1134, Λυσ. 530· σ. [[πρός]] τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 234Α· [[πρός]] τι Ξεν. Κύρ. 5. 5, 20· ὑπέρ τινος Τραγικ. παρὰ Πλουτ. 2. 1108Β· [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 218Α· - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[σιγάω]], ἐν τῇ προστ. σιώπα, [[σιωπή]]! [[ἥσυχα]]! Σοφ. Ἀποσπ. 102, Ἀριστοφ. Λυσ. 530, κτλ. 2) ἐπὶ μελισσῶν, [[ἡσυχάζω]], ἀντίθετον τῷ [[βομβέω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 53. ΙΙ. μεταβ., φυλάττω σιωπὴν [[περί]] τινος, τηρῶ τι μυστικόν, δὲν [[λέγω]] τι, Εὐρ. Ἀποσπ. 1024, Ἀριστοφ. Θεσμ. 27, Ξεν. Συμπ. 6, 10, κτλ.· - Παθητ., τηρεῖταί τι μυστικόν, ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων Ἰσοκρ. 6Ε, κτλ.· τί σιγῶσ’ ὦν σιωπᾶσθαι [[χρεών]]; Εὐρ. Ἴων 432· σιωπώμενον καὶ ἀβασάνιστον ἐᾶν Ἀντιφῶν 112, ἐν τέλ.· οὐ τὸ αἰσχρὸν σιωπήσεται Αἰσχίν. 75. 37· [[ταῦτα]] σιωπᾶσθαι συνέφερεν Δημ. 354. 20· ἡ σεσιωπημένη [[ἀλήθεια]] Διον. Ἁλ. 1. 76. - Περὶ τῆς σχέσεως [[αὐτοῦ]] πρὸς τὸ [[σιγάω]], ἴδε ἐν λέξ. [[σιγάω]]. ΙΙΙ. Μέσ., [[κάμνω]] τινὰ σιωπηλόν, [[ἐπιβάλλω]] σιγὴν εἴς τινα, τὰ πλήθη σιωπησάμενος Πολύβ. 18. 29, 4.
|lstext='''σιωπάω''': ἀπαρ. σιωπᾶν (συνῃρ) Ἰλ. Β. 280· μέλλ. -ήσομαι παρὰ τοῖς δοκίμοις, [[οἷον]] Σοφ. Ο. Τ. 233, Ἀριστοφ. Εἰρ. 309, Ὄρν. 225, Λυσ. 364, Πλάτ., κλπ.· μεταγεν. -ήσω Διον. Ἁλ. 11. 6, Πλούτ., κλπ. (ἴδε [[σιγάω]])· - ἀόρ. ἐσιώπησα Ὅμηρ., Ἀττ.· - πρκμ. σεσιώπηκα Ἀριστοφ. Σφ. 944, Δημ. 74. 2. - Μέσ. καὶ Παθ., ἴδε κατωτ.· - [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ Δωρ. [[τύπος]] [[σωπάω]], ἴδε ἐν λέξ. Εἶμαι [[σιωπηλός]], [[ἥσυχος]], σιωπῶ, σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει Ἰλ. Β. 280, πρβλ. Ψ. 568, Ὀδ. Ρ. 513 ([[ἔνθα]] δύναται νὰ ληφθῇ ὡς μεταβ.)· ἀκολούθως παρ’ Ἡρόδ. 7. 10 ἐν ἀρχ., καὶ Ἀττ.· [[Σιμωνίδης]] τὴν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει Πλούτ. 2. 346F· φησὶν σιωπῶν, δηλ. ἡ [[σιωπή]] του σημαίνει συναίνεσιν, Εὐρ. Ὀρ. 1592, πρβλ. Ι. Α. 1245· πονηρῶν ἔργων δόξει κοινωνεῖν τῷ σιωπῆσαι Δημ. 351. 17· σ. τινι, τηρῶ σιγὴν [[πρός]] τινα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1134, Λυσ. 530· σ. [[πρός]] τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 234Α· [[πρός]] τι Ξεν. Κύρ. 5. 5, 20· ὑπέρ τινος Τραγικ. παρὰ Πλουτ. 2. 1108Β· [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 218Α· - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[σιγάω]], ἐν τῇ προστ. σιώπα, [[σιωπή]]! [[ἥσυχα]]! Σοφ. Ἀποσπ. 102, Ἀριστοφ. Λυσ. 530, κτλ. 2) ἐπὶ μελισσῶν, [[ἡσυχάζω]], ἀντίθετον τῷ [[βομβέω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 53. ΙΙ. μεταβ., φυλάττω σιωπὴν [[περί]] τινος, τηρῶ τι μυστικόν, δὲν [[λέγω]] τι, Εὐρ. Ἀποσπ. 1024, Ἀριστοφ. Θεσμ. 27, Ξεν. Συμπ. 6, 10, κτλ.· - Παθητ., τηρεῖταί τι μυστικόν, ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων Ἰσοκρ. 6Ε, κτλ.· τί σιγῶσ’ ὦν σιωπᾶσθαι [[χρεών]]; Εὐρ. Ἴων 432· σιωπώμενον καὶ ἀβασάνιστον ἐᾶν Ἀντιφῶν 112, ἐν τέλ.· οὐ τὸ αἰσχρὸν σιωπήσεται Αἰσχίν. 75. 37· [[ταῦτα]] σιωπᾶσθαι συνέφερεν Δημ. 354. 20· ἡ σεσιωπημένη [[ἀλήθεια]] Διον. Ἁλ. 1. 76. - Περὶ τῆς σχέσεως [[αὐτοῦ]] πρὸς τὸ [[σιγάω]], ἴδε ἐν λέξ. [[σιγάω]]. ΙΙΙ. Μέσ., [[κάμνω]] τινὰ σιωπηλόν, [[ἐπιβάλλω]] σιγὴν εἴς τινα, τὰ πλήθη σιωπησάμενος Πολύβ. 18. 29, 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐσιώπων, <i>f.</i> σιωπήσομαι, <i>postér.</i> σιωπήσω, <i>ao.</i> ἐσιώπησα, <i>pf.</i> σεσιώπηκα;<br /><i>Pass. f.</i> σιωπηθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσιωπήθην, <i>pf.</i> σεσιώπημαι;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> garder le silence, se taire;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> taire, passer sous silence, acc. ; <i>Pass.</i> être tu, être passé sous silence, être gardé secret.<br />'''Étymologie:''' [[σιωπή]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth