Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπέος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0919.png Seite 919]] τό, ep. [[σπεῖος]], das lat. specus, [[Höhle]], Grotte; acc., [[ὁπότε]] [[σπέος]] ἤλασε μῆλα, Il. 4, 279; öfter μέγα, γλαφυρόν; [[σπεῖος]], Od. 5, 194, gen. σπείους, 9, 141 u. öfter; dat. σπῆϊ, il. 18, 402 Od. 2, 20 u. öfter, wie Hes. Th. 297; im plur., [[σπήεσσι]], Od. 10, 404. 16, 232 u. öfter; σπέσσι, 4, 403. 23, 335; σπείων, H. h. Ven. 264; Hdn. π. μον. λ. p. 30 ist σπεάτεσσι aus Xenophan. angeführt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0919.png Seite 919]] τό, ep. [[σπεῖος]], das lat. specus, [[Höhle]], Grotte; acc., [[ὁπότε]] [[σπέος]] ἤλασε μῆλα, Il. 4, 279; öfter μέγα, γλαφυρόν; [[σπεῖος]], Od. 5, 194, gen. σπείους, 9, 141 u. öfter; dat. σπῆϊ, il. 18, 402 Od. 2, 20 u. öfter, wie Hes. Th. 297; im plur., [[σπήεσσι]], Od. 10, 404. 16, 232 u. öfter; σπέσσι, 4, 403. 23, 335; σπείων, H. h. Ven. 264; Hdn. π. μον. λ. p. 30 ist σπεάτεσσι aus Xenophan. angeführt.
}}
{{bailly
|btext=(τό) :<br /><i>dat.</i> [[σπῆϊ]], <i>dat. pl.</i> [[σπέσσι]] <i>ou</i> [[σπήεσσι]];<br />antre, caverne.<br />'''Étymologie:''' DELG terme archaïque sans étym.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπέος''': Ἐπικ. [[σπεῖος]], τό, Ἐπικ. ὀνομ., [[σπήλαιον]], βαθύτερον (ὡς φαίνεται) ἢ τὸ [[ἄντρον]], Nitzsch εἰς Ὀδ. Ε. 57˙ χρησιμεύει ὡς [[μάνδρα]] προβάτων, Ἰλ. Δ. 279˙ ὡς [[κατοικία]] τῶν Κυκλώπων, Ὀδ. Ι. 400˙ ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι [[αὐτόθι]] 114˙ ὡς [[νεώσοικος]] ἢ [[τόπος]] ἀσφαλὴς πρὸς ἀνέλκυσιν πλοίου, Μ. 317. - Τοῦ τύπου [[σπέος]] ὁ Ὅμηρ. ποιεῖται χρῆσιν μόνον τῆς ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ, Ἰλ. Ν. 32, ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἀνώμαλ. δοτ. σπῆι Σ. 402, Ὀδ. Β. 20, κτλ., πρβλ. Ἡσ. Θ. 297 (σπέϊ παρ’ Ὀππ. ἐν Κυν. 4. 246)˙ τοῦδε Ἐπικ. τύπου [[σπεῖος]], ἑνικ. αἰτιατ. μόνον ἐν Ὀδ. Ε. 194· γεν. σπείους [[πολλάκις]] ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.· τοῦ δὲ πληθ. μόνον δοτ. [[σπήεσσι]], [[ἅπερ]] ἀπαντῶσι συχν. ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.· ἐν Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 264, καὶ γενικ. σπείων· ἀνώμαλ. δοτ. πληθ. σπεάτεσσι, ὡς ἐξ ὀνομ. σπέας, Ξενοφάν. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 30. (Πρβλ. [[σπήλαιον]], σπῆλυξ· Λατ. specus, spelaeum, spelunca). ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[σπήλαιον]], [[ἄντρον]]».
|lstext='''σπέος''': Ἐπικ. [[σπεῖος]], τό, Ἐπικ. ὀνομ., [[σπήλαιον]], βαθύτερον (ὡς φαίνεται) ἢ τὸ [[ἄντρον]], Nitzsch εἰς Ὀδ. Ε. 57˙ χρησιμεύει ὡς [[μάνδρα]] προβάτων, Ἰλ. Δ. 279˙ ὡς [[κατοικία]] τῶν Κυκλώπων, Ὀδ. Ι. 400˙ ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι [[αὐτόθι]] 114˙ ὡς [[νεώσοικος]] ἢ [[τόπος]] ἀσφαλὴς πρὸς ἀνέλκυσιν πλοίου, Μ. 317. - Τοῦ τύπου [[σπέος]] ὁ Ὅμηρ. ποιεῖται χρῆσιν μόνον τῆς ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ, Ἰλ. Ν. 32, ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἀνώμαλ. δοτ. σπῆι Σ. 402, Ὀδ. Β. 20, κτλ., πρβλ. Ἡσ. Θ. 297 (σπέϊ παρ’ Ὀππ. ἐν Κυν. 4. 246)˙ τοῦδε Ἐπικ. τύπου [[σπεῖος]], ἑνικ. αἰτιατ. μόνον ἐν Ὀδ. Ε. 194· γεν. σπείους [[πολλάκις]] ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.· τοῦ δὲ πληθ. μόνον δοτ. [[σπήεσσι]], [[ἅπερ]] ἀπαντῶσι συχν. ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.· ἐν Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 264, καὶ γενικ. σπείων· ἀνώμαλ. δοτ. πληθ. σπεάτεσσι, ὡς ἐξ ὀνομ. σπέας, Ξενοφάν. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 30. (Πρβλ. [[σπήλαιον]], σπῆλυξ· Λατ. specus, spelaeum, spelunca). ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[σπήλαιον]], [[ἄντρον]]».
}}
{{bailly
|btext=(τό) :<br /><i>dat.</i> [[σπῆϊ]], <i>dat. pl.</i> [[σπέσσι]] <i>ou</i> [[σπήεσσι]];<br />antre, caverne.<br />'''Étymologie:''' DELG terme archaïque sans étym.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth