Anonymous

σκώπτω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ">. δ" to ">.δ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0909.png Seite 909]] fut. σκώψομαι, Elmsl. Ar. Ach. 278. 844, auch σκώψω, Nubb. 296, vgl. Reisig comm. crit. de Soph. O. C. 398, – [[spotten]], scherzen; Eur. Cycl. 671; Ar. Equ. 523 Nubb. 979 u. öfter; εἴς τινα, Hegesand. bei Ath. X, 444 d; εἰς ἑαυτόν, Aesch. 2, 41; σκώπτεις τὸν λόγον ἡμῶν, verspotten, Plat. Phaedr. 264 e; [[πάλαι]] σκώπτεις καὶ παίζεις [[πρός]] με, Theag. 125 e; εἰ δεῖ τι καὶ σκῶψαι, Men. 80 a; Xen. Cyr. 1, 3, 8. 5, 2, 18; äffen, nachahmen, οὐ σκώπτοντας δέ, ἀλλ' ἀληθινῶς τοῖς στόμασι φιλοῦντας, Conv. 9, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0909.png Seite 909]] fut. σκώψομαι, Elmsl. Ar. Ach. 278. 844, auch σκώψω, Nubb. 296, vgl. Reisig comm. crit. de Soph. O. C. 398, – [[spotten]], scherzen; Eur. Cycl. 671; Ar. Equ. 523 Nubb. 979 u. öfter; εἴς τινα, Hegesand. bei Ath. X, 444 d; εἰς ἑαυτόν, Aesch. 2, 41; σκώπτεις τὸν λόγον ἡμῶν, verspotten, Plat. Phaedr. 264 e; [[πάλαι]] σκώπτεις καὶ παίζεις [[πρός]] με, Theag. 125 e; εἰ δεῖ τι καὶ σκῶψαι, Men. 80 a; Xen. Cyr. 1, 3, 8. 5, 2, 18; äffen, nachahmen, οὐ σκώπτοντας δέ, ἀλλ' ἀληθινῶς τοῖς στόμασι φιλοῦντας, Conv. 9, 5.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> σκώψω et σκώψομαι, <i>ao.</i> ἔσκωψα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐσκώφθην, <i>pf.</i> ἔσκωμμαι;<br /><b>1</b> railler, se moquer : τινα, [[εἴς]] τινα de qqn ; [[τι]] de qch ; τινα [[εἴς]] [[τι]] <i>ou</i> [[τι]] [[εἴς]] [[τι]] railler qqn <i>ou</i> qch de qch;<br /><b>2</b> plaisanter, badiner;<br /><i><b>Moy.</b></i> σκώπτομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκώπτω''': μέλλ. σκώψομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 854, [[ὅθεν]] ὁ Elmsl. (278) διορθοῖ σκώψει ἀντὶ -εις ἐν Νεφ. 296· ἀόρ. α΄ ἔσκωψα Ἡρόδ., Ἀττ. - Μέσ. ἀόρ. ἐσκωψάμην Ἀλκίφρ. 3. 57. - Παθ., ἀόρ. ἐσκώφθην Ξεν. Κύρ. 5. 2, 18· πρκμ. ἔσκωμμαι. προστακτ. ἐσκώφθω (ἀπ-) Λουκ. [[Διόνυσος]] 8· (ἴδε ἐν λέξ. [[σκώψ]]). Περιπαίζω, [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ τινα, τινὰ Ἀριστοφ. Νεφ. 540, 992, Βάτρ. 417, κτλ.· σκ. τὴν μανίαν τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 350, πρβλ. Εἰρ. 745· τινὰ τῆς ἀμεριμνίας, διὰ τὴν ἀπερισκεψίαν του, Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 7· τινὰ εἴς τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 19· [[ὡσαύτως]], σκ. εἰς τὰ ῥάκια, [[ἀστεΐζομαι]] πρὸς αὐτά, Ἀριστοφ. Εἰρ. 740· εἴς τινα Αἰσχίν. 33. 30· [[πρός]] τινα Πλάτ. Θεάγ. 125Ε. <br />β) ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[ἀστεΐζομαι]] μετά τινος, [[παίζω]] ἐν λόγοις, «[[πειράζω]]», τινὰ Ἡρόδ. 2. 121, 4. - Παθ., [[γίνομαι]] ἀντικείμενον ἀστεϊσμῶν ἢ περιγέλωτος, Νικόλ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 31. 2) ἀπολ., [[ἀστεΐζομαι]], [[λέγω]] ἀστεῖα, εἶμαι [[ἀστεῖος]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 152, Ἀριστοφ. Ἱππ. 525, Νεφ. 296, κτλ.· σκώψαντα εἰπεῖν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8· σκ. καὶ κωμῳδεῖν Ἀριστοφ. Πλ. 557· σκ. ἀγροίκως ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1320· χλευάζειν καὶ σκ. Ἀριστοφ. Ρητ. 3. 2, 12· [[ὥσπερ]] Ἀναξανδρίδης ἔσκωψεν, κατὰ τὸν ἀστεϊσμὸν τοῦ Ἀναξ., ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 11, 3· - [[ἀστεΐζομαι]], [[λέγω]] ἀστεῖα, ἀντίθετον τῷ [[σπουδάζω]], Εὐρ. Κύκλ. 675, Ξεν. Συμπ. 9, 5· [[ἐνίοτε]] ἐπὶ θετικῶς καλῆς σημασίας, εὖ σκώπτειν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 8, 7· ἐμμελῶς σκ. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 4, 13.- Καθ’ Ἡσύχ.: «γελοιάζει, παίζει, ληρεῖ».
|lstext='''σκώπτω''': μέλλ. σκώψομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 854, [[ὅθεν]] ὁ Elmsl. (278) διορθοῖ σκώψει ἀντὶ -εις ἐν Νεφ. 296· ἀόρ. α΄ ἔσκωψα Ἡρόδ., Ἀττ. - Μέσ. ἀόρ. ἐσκωψάμην Ἀλκίφρ. 3. 57. - Παθ., ἀόρ. ἐσκώφθην Ξεν. Κύρ. 5. 2, 18· πρκμ. ἔσκωμμαι. προστακτ. ἐσκώφθω (ἀπ-) Λουκ. [[Διόνυσος]] 8· (ἴδε ἐν λέξ. [[σκώψ]]). Περιπαίζω, [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ τινα, τινὰ Ἀριστοφ. Νεφ. 540, 992, Βάτρ. 417, κτλ.· σκ. τὴν μανίαν τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 350, πρβλ. Εἰρ. 745· τινὰ τῆς ἀμεριμνίας, διὰ τὴν ἀπερισκεψίαν του, Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 7· τινὰ εἴς τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 19· [[ὡσαύτως]], σκ. εἰς τὰ ῥάκια, [[ἀστεΐζομαι]] πρὸς αὐτά, Ἀριστοφ. Εἰρ. 740· εἴς τινα Αἰσχίν. 33. 30· [[πρός]] τινα Πλάτ. Θεάγ. 125Ε. <br />β) ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[ἀστεΐζομαι]] μετά τινος, [[παίζω]] ἐν λόγοις, «[[πειράζω]]», τινὰ Ἡρόδ. 2. 121, 4. - Παθ., [[γίνομαι]] ἀντικείμενον ἀστεϊσμῶν ἢ περιγέλωτος, Νικόλ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 31. 2) ἀπολ., [[ἀστεΐζομαι]], [[λέγω]] ἀστεῖα, εἶμαι [[ἀστεῖος]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 152, Ἀριστοφ. Ἱππ. 525, Νεφ. 296, κτλ.· σκώψαντα εἰπεῖν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8· σκ. καὶ κωμῳδεῖν Ἀριστοφ. Πλ. 557· σκ. ἀγροίκως ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1320· χλευάζειν καὶ σκ. Ἀριστοφ. Ρητ. 3. 2, 12· [[ὥσπερ]] Ἀναξανδρίδης ἔσκωψεν, κατὰ τὸν ἀστεϊσμὸν τοῦ Ἀναξ., ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 11, 3· - [[ἀστεΐζομαι]], [[λέγω]] ἀστεῖα, ἀντίθετον τῷ [[σπουδάζω]], Εὐρ. Κύκλ. 675, Ξεν. Συμπ. 9, 5· [[ἐνίοτε]] ἐπὶ θετικῶς καλῆς σημασίας, εὖ σκώπτειν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 8, 7· ἐμμελῶς σκ. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 4, 13.- Καθ’ Ἡσύχ.: «γελοιάζει, παίζει, ληρεῖ».
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> σκώψω et σκώψομαι, <i>ao.</i> ἔσκωψα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐσκώφθην, <i>pf.</i> ἔσκωμμαι;<br /><b>1</b> railler, se moquer : τινα, [[εἴς]] τινα de qqn ; [[τι]] de qch ; τινα [[εἴς]] [[τι]] <i>ou</i> [[τι]] [[εἴς]] [[τι]] railler qqn <i>ou</i> qch de qch;<br /><b>2</b> plaisanter, badiner;<br /><i><b>Moy.</b></i> σκώπτομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
}}
{{grml
{{grml