Anonymous

σκορπίος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0905.png Seite 905]] ὁ, 1) der Skorpion; Soph. frg. 35; Plat. Euthyd. 290 a; vielleicht verwandt mit σκοροβαῖος, welches Hesych. als gleichbedeutend mit [[σκάραβος]], [[κάραβος]] anführt. – 2) ein stachliger Meerfisch, Ath. VII, 320. – 3) eine stachlige Pflanze, Theophr. – 4) eine Kriegsmaschine, Pfeile damit abzuschießen, Plut. Marcell. 15. – 5) eine Haarflechte bei Kindern, = [[κρωβύλος]], Schol. Thuc. 1, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0905.png Seite 905]] ὁ, 1) der Skorpion; Soph. frg. 35; Plat. Euthyd. 290 a; vielleicht verwandt mit σκοροβαῖος, welches Hesych. als gleichbedeutend mit [[σκάραβος]], [[κάραβος]] anführt. – 2) ein stachliger Meerfisch, Ath. VII, 320. – 3) eine stachlige Pflanze, Theophr. – 4) eine Kriegsmaschine, Pfeile damit abzuschießen, Plut. Marcell. 15. – 5) eine Haarflechte bei Kindern, = [[κρωβύλος]], Schol. Thuc. 1, 6.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> scorpion, insecte ; <i>fig. en parl. d'un homme méchant</i>;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> scorpion, <i>machine de jet de gros calibre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt à une langue méditerr.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκορπίος''': ὁ, «σκορπιός», Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 165, Πλάτ., κλπ.· σκ. ὁ [[χερσαῖος]] (ἴδε κατωτ. ΙΙ) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 26· - παροιμ., ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίον φυλάσσεο Πράξιλλα 4· ἐν παντὶ [[σκορπίος]] φρουρεῖ λίθῳ Σοφ. Ἀποσπ. 35· [[ὥσπερ]] [[ἔχις]] ἢ σκ. ἠρκὼς τὸ [[κέντρον]] Δημ. 786. 4· ἐν χρήσει πρὸς τιμωρίαν τῶν μοιχῶν, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 1. 21. (Ἴσως συγγενὲς τῷ σκοροβαῖος, [[ὅπερ]] ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὡς ἰσοδύναμον τῷ σκάραβος, [[κάραβος]]). ΙΙ. [[ἀκανθοφόρος]] [[θαλάσσιος]] [[ἰχθὺς]] «σκορπιὸς» καὶ νῦν καλούμενος, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 320, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 26. ΙΙΙ. ἀκανθῶδές τι [[φυτόν]], [[ἴσως]] τὸ Spartium scorpius, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 2, κτλ. IV. ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Σκορπίου, Ἄρατ. 85, Ἐρατοσθ. Καταστ. 7, Ἡσύχ. V. πολεμική τις μηχανὴ πρὸς ἐκτόξευσιν βελῶν, Πλουτ. Μάρκελλ. 15, Börkh Urkunden σ. 411, κτλ.
|lstext='''σκορπίος''': ὁ, «σκορπιός», Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 165, Πλάτ., κλπ.· σκ. ὁ [[χερσαῖος]] (ἴδε κατωτ. ΙΙ) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 26· - παροιμ., ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίον φυλάσσεο Πράξιλλα 4· ἐν παντὶ [[σκορπίος]] φρουρεῖ λίθῳ Σοφ. Ἀποσπ. 35· [[ὥσπερ]] [[ἔχις]] ἢ σκ. ἠρκὼς τὸ [[κέντρον]] Δημ. 786. 4· ἐν χρήσει πρὸς τιμωρίαν τῶν μοιχῶν, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 1. 21. (Ἴσως συγγενὲς τῷ σκοροβαῖος, [[ὅπερ]] ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὡς ἰσοδύναμον τῷ σκάραβος, [[κάραβος]]). ΙΙ. [[ἀκανθοφόρος]] [[θαλάσσιος]] [[ἰχθὺς]] «σκορπιὸς» καὶ νῦν καλούμενος, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 320, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 26. ΙΙΙ. ἀκανθῶδές τι [[φυτόν]], [[ἴσως]] τὸ Spartium scorpius, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 2, κτλ. IV. ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Σκορπίου, Ἄρατ. 85, Ἐρατοσθ. Καταστ. 7, Ἡσύχ. V. πολεμική τις μηχανὴ πρὸς ἐκτόξευσιν βελῶν, Πλουτ. Μάρκελλ. 15, Börkh Urkunden σ. 411, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> scorpion, insecte ; <i>fig. en parl. d'un homme méchant</i>;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> scorpion, <i>machine de jet de gros calibre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt à une langue méditerr.
}}
}}
{{eles
{{eles