Anonymous

στακτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] ttöpselnd, tropfenweise herausrinnend; dah. τὰ στακτά, Harze, Gummi, Balsam; [[μύρον]], Ar. Plut. 529; χυλῶν στακτῶν, Plat Critia. 115 a; [[ἔλαιον]], das von selbst auslaufende Oel. Vgl. auch [[στακτή]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] ttöpselnd, tropfenweise herausrinnend; dah. τὰ στακτά, Harze, Gummi, Balsam; [[μύρον]], Ar. Plut. 529; χυλῶν στακτῶν, Plat Critia. 115 a; [[ἔλαιον]], das von selbst auslaufende Oel. Vgl. auch [[στακτή]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui coule goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[στάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στακτός''': -ή, -όν, ([[στάζω]]) ὁ βραδέως ἐκρέων κατὰ σταγόνας, σταλάζων, ἀποστάζων, [[μύρον]] Ἀριστοφ. Πλ. 529· χυλοὶ Πλάτ. Κριτί. 115Α· στακτὸν [[ἔλαιον]], τὸ ἐκρέον [[ἄνευ]] μηχανικῆς πιέσεως, παρθένον [[ἔλαιον]] καλούμενον, «διυλισμένον» Ἡσύχ., ὡς τὸ [[στακτή]], Γεωπ. 7. 12, 20· στ. [[ἅλμη]] [[αὐτόθι]] 20. 46, 5· στ. [[κονία]], «ἀσβεστόνερον», [[αὐτόθι]] 6. 7, 1. 2) στακτά, τά, [[ἴσως]] ἀγγεῖα χρήσιμα πρὸς διήθησιν, διυλιστικά, Ἀθήν. παρ’ Ὀρειβασ. 54 Matth.
|lstext='''στακτός''': -ή, -όν, ([[στάζω]]) ὁ βραδέως ἐκρέων κατὰ σταγόνας, σταλάζων, ἀποστάζων, [[μύρον]] Ἀριστοφ. Πλ. 529· χυλοὶ Πλάτ. Κριτί. 115Α· στακτὸν [[ἔλαιον]], τὸ ἐκρέον [[ἄνευ]] μηχανικῆς πιέσεως, παρθένον [[ἔλαιον]] καλούμενον, «διυλισμένον» Ἡσύχ., ὡς τὸ [[στακτή]], Γεωπ. 7. 12, 20· στ. [[ἅλμη]] [[αὐτόθι]] 20. 46, 5· στ. [[κονία]], «ἀσβεστόνερον», [[αὐτόθι]] 6. 7, 1. 2) στακτά, τά, [[ἴσως]] ἀγγεῖα χρήσιμα πρὸς διήθησιν, διυλιστικά, Ἀθήν. παρ’ Ὀρειβασ. 54 Matth.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui coule goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[στάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml