Anonymous

σκοπιάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0903.png Seite 903]] (verstärktes [[σκοπέω]]), von einem hochliegenden Orte, einer Warte spähend um sich schauen, spähen, Il. 14, 58; auch in der Ebene, Od. 10, 260. – Auch trans., erspähen, auskundschaften, ἄνδρας δυσμενέας σκοπιαζέμεν [[οἶος]] ἐπελθών, Il. 10, 40, wo 38 [[ἐπίσκοπος]] vorhergeht. – Bei Theocr. 3, 26 deponens.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0903.png Seite 903]] (verstärktes [[σκοπέω]]), von einem hochliegenden Orte, einer Warte spähend um sich schauen, spähen, Il. 14, 58; auch in der Ebene, Od. 10, 260. – Auch trans., erspähen, auskundschaften, ἄνδρας δυσμενέας σκοπιαζέμεν [[οἶος]] ἐπελθών, Il. 10, 40, wo 38 [[ἐπίσκοπος]] vorhergeht. – Bei Theocr. 3, 26 deponens.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> observer d'un lieu élevé, épier ; <i>p. ext.</i> observer en plaine;<br /><b>2</b> aller à la découverte de, rechercher, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σκοπιά]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκοπιάζω''': ([[σκοπιά]]) ποιητ. [[ῥῆμα]] [[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει σχεδὸν μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., [[βλέπω]] περὶ ἐμαυτόν, παρατηρῶ, θεῶμαι ἀφ’ ὑψηλοῦ, [[περιβλέπω]] ἀπὸ σκοπιᾶς, Ἰλ. Ξ. 58· [[καθόλου]], παρατηρῶ, [[ἐξετάζω]], ἔτι καὶ ἐπὶ πεδιάδος εὑρισκόμενος ἢ ἐπὶ χαμηλοῦ τόπου, Ὀδ. Κ. 260. ΙΙ. μεταβ., μετὰ προσοχῆς [[ἐξετάζω]], ἐρευνῶ, [[ἀνακαλύπτω]], μετ’ αἰτ., Ἰλ. Κ. 40, Ἀνθ. Π. 9. 606, κτλ.· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[προσέχω]] εἴς τι, παραφυλάττω, τὼς θύννως Θεόκρ. 3. 26· νῆα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 918, κτλ.· ἀόρ. σκοπιασάμενος Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 487. 14.
|lstext='''σκοπιάζω''': ([[σκοπιά]]) ποιητ. [[ῥῆμα]] [[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει σχεδὸν μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., [[βλέπω]] περὶ ἐμαυτόν, παρατηρῶ, θεῶμαι ἀφ’ ὑψηλοῦ, [[περιβλέπω]] ἀπὸ σκοπιᾶς, Ἰλ. Ξ. 58· [[καθόλου]], παρατηρῶ, [[ἐξετάζω]], ἔτι καὶ ἐπὶ πεδιάδος εὑρισκόμενος ἢ ἐπὶ χαμηλοῦ τόπου, Ὀδ. Κ. 260. ΙΙ. μεταβ., μετὰ προσοχῆς [[ἐξετάζω]], ἐρευνῶ, [[ἀνακαλύπτω]], μετ’ αἰτ., Ἰλ. Κ. 40, Ἀνθ. Π. 9. 606, κτλ.· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[προσέχω]] εἴς τι, παραφυλάττω, τὼς θύννως Θεόκρ. 3. 26· νῆα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 918, κτλ.· ἀόρ. σκοπιασάμενος Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 487. 14.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> observer d'un lieu élevé, épier ; <i>p. ext.</i> observer en plaine;<br /><b>2</b> aller à la découverte de, rechercher, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σκοπιά]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth