Anonymous

σκοταῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0905.png Seite 905]] finster, dunkel; [[σκοταῖος]] ἦλθε, er kam mit einbrechender Finsterniß, Xen. Cyr. 7, 1, 45 An. 2, 2, 17, wo Krüger zu vergleichen; Sp., wie Plut. Ages. 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0905.png Seite 905]] finster, dunkel; [[σκοταῖος]] ἦλθε, er kam mit einbrechender Finsterniß, Xen. Cyr. 7, 1, 45 An. 2, 2, 17, wo Krüger zu vergleichen; Sp., wie Plut. Ages. 22.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> ténébreux, obscur;<br /><b>2</b> <i>avec un n. de pers.</i> qui fait qch dans l'obscurité : [[σκοταῖος]] παρῆλθεν XÉN il arriva à la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[σκότος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκοταῖος''': -α, -ον, καὶ παρὰ Διοδ. καὶ Πλουτ. ος, ον· ([[σκότος]])· - ὁ ἐν σκότει ὢν ἢ γινόμενος· συνάπτεται μετὰ ῥήματος, ἐπὶ προσώπων, 1) ὁ πρὸ τῆς πρωΐας, ἔτι ἐν τῷ σκότει τῆς νυκτός, ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῖν τὸ [[πεδίον]] Ξεν. Ἀν. 4. 1, 5, πρβλ. 10· ἔτι σκ. παρῆλθεν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 5, 18· ἢ, 2) ὁ μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς νυκτός, ὑπὸ τὸ [[σκότος]] τῆς νυκτός, ἤδη σκ. ἀναγαγὼν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 1, 45· σκοταῖοι προσιόντες ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 2. 2, 17· πρβλ. [[κνεφαῖος]]. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀμαυρός]], [[σκοτεινός]], νὺξ Διόδ. 3. 48· ἐνέδραι Πλουτ. Φάβ. 7, Ἡσύχ. - Πρβλ. [[σκοτιαῖος]].
|lstext='''σκοταῖος''': -α, -ον, καὶ παρὰ Διοδ. καὶ Πλουτ. ος, ον· ([[σκότος]])· - ὁ ἐν σκότει ὢν ἢ γινόμενος· συνάπτεται μετὰ ῥήματος, ἐπὶ προσώπων, 1) ὁ πρὸ τῆς πρωΐας, ἔτι ἐν τῷ σκότει τῆς νυκτός, ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῖν τὸ [[πεδίον]] Ξεν. Ἀν. 4. 1, 5, πρβλ. 10· ἔτι σκ. παρῆλθεν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 5, 18· ἢ, 2) ὁ μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς νυκτός, ὑπὸ τὸ [[σκότος]] τῆς νυκτός, ἤδη σκ. ἀναγαγὼν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 1, 45· σκοταῖοι προσιόντες ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 2. 2, 17· πρβλ. [[κνεφαῖος]]. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀμαυρός]], [[σκοτεινός]], νὺξ Διόδ. 3. 48· ἐνέδραι Πλουτ. Φάβ. 7, Ἡσύχ. - Πρβλ. [[σκοτιαῖος]].
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> ténébreux, obscur;<br /><b>2</b> <i>avec un n. de pers.</i> qui fait qch dans l'obscurité : [[σκοταῖος]] παρῆλθεν XÉN il arriva à la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[σκότος]].
}}
}}
{{grml
{{grml