Anonymous

σολοικισμός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4, $5 $6")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] ὁ, ein Fehler wider die Regeln der Sprache S. Emp. adv. gramm. 210; übh. ein Verstoß gegen die gute Lebensart, unschickliches Betragen; τῶν ἡδονῶν Luc. Nigr. 31; Vit. auct. 23, u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] ὁ, ein Fehler wider die Regeln der Sprache S. Emp. adv. gramm. 210; übh. ein Verstoß gegen die gute Lebensart, unschickliches Betragen; τῶν ἡδονῶν Luc. Nigr. 31; Vit. auct. 23, u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> faute contre les règles du langage, solécisme;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> faute contre les règles de la bienséance, maladresse, gaucherie.<br />'''Étymologie:''' [[σολοικίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σολοικισμός''': ὁ, [[ἔλλειψις]] ὀρθότητος ἐν τῇ χρήσει τῆς γλώσσης, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14· βαρβαρισμὸς ἢ σ. Πλούτ. 2. 731F, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 23· καὶ ἴδε [[σολοικίζω]]· ἀλλ’ οἱ γραμματικοὶ ποιοῦνται τὴν ἑξῆς διάκρισιν: [[βαρβαρισμός]], [[ἁμάρτημα]] περὶ τὴν χρῆσιν τῶν λέξεων, σολοικισμὸς δέ, [[ἁμάρτημα]] περὶ τὴν σύνταξιν τῶν προτάσεων, «ὅτε τις [[ἀτέχνως]] διαλέγεται» Ἡσύχ., Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 198, Σουΐδ. ἐν λ. [[βαρβαρισμός]], κ. ἀλλ. ΙΙ. [[τρόπος]] [[ἄγροικος]] καὶ [[ἄξεστος]], [[ἀπειροκαλία]], «χωριατιά», Πλούτ. 2. 520Α. ― Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σελ. 475 κἑξ.
|lstext='''σολοικισμός''': ὁ, [[ἔλλειψις]] ὀρθότητος ἐν τῇ χρήσει τῆς γλώσσης, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14· βαρβαρισμὸς ἢ σ. Πλούτ. 2. 731F, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 23· καὶ ἴδε [[σολοικίζω]]· ἀλλ’ οἱ γραμματικοὶ ποιοῦνται τὴν ἑξῆς διάκρισιν: [[βαρβαρισμός]], [[ἁμάρτημα]] περὶ τὴν χρῆσιν τῶν λέξεων, σολοικισμὸς δέ, [[ἁμάρτημα]] περὶ τὴν σύνταξιν τῶν προτάσεων, «ὅτε τις [[ἀτέχνως]] διαλέγεται» Ἡσύχ., Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 198, Σουΐδ. ἐν λ. [[βαρβαρισμός]], κ. ἀλλ. ΙΙ. [[τρόπος]] [[ἄγροικος]] καὶ [[ἄξεστος]], [[ἀπειροκαλία]], «χωριατιά», Πλούτ. 2. 520Α. ― Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σελ. 475 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> faute contre les règles du langage, solécisme;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> faute contre les règles de la bienséance, maladresse, gaucherie.<br />'''Étymologie:''' [[σολοικίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml