Anonymous

στεφανηφόρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0939.png Seite 939]] einen Kranz tragend; θίασοι, Eur. Bacch. 521; [[ἀγών]], in welchem der Sieger einen Kranz davonträgt, Her. 5, 102, wie Andoc. 4, 2; [[ἦρος]], Anacr. 53, 1, a. sp. D.; – ἀρχὴ στ., von den neun Archonten, Aesch. 1, 19. – Eine obrigkeitliche Person in den griechischen Städten, mit dem röm. flamen verglichen von D. Hal. 2, 74.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0939.png Seite 939]] einen Kranz tragend; θίασοι, Eur. Bacch. 521; [[ἀγών]], in welchem der Sieger einen Kranz davonträgt, Her. 5, 102, wie Andoc. 4, 2; [[ἦρος]], Anacr. 53, 1, a. sp. D.; – ἀρχὴ στ., von den neun Archonten, Aesch. 1, 19. – Eine obrigkeitliche Person in den griechischen Städten, mit dem röm. flamen verglichen von D. Hal. 2, 74.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui porte une couronne;<br /><b>2</b> où l'on porte des couronnes ; [[στεφανηφόρος]] [[ἀρχή]] ESCHN la magistrature aux couronnes, <i>càd</i> l'archontat.<br />'''Étymologie:''' [[στεφάνη]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στεφᾰνηφόρος''': -ον, ὁ φορῶν [[στέμμα]] ἢ στέφανον, [[θίασος]] Εὐρ. Βάκχ. 531· ἵπποι Θεόκρ. 16. 47· στ. ἀγὼν = [[στεφανίτης]], καθ’ ὃν ὡς [[βραβεῖον]] ἐδίδετο [[στέφανος]], Ἡρόδ. 5. 102, Ἀνδοκ. 29. 11· [[ὅθεν]], Ἀλφειέ, Διὸς στ. [[ὕδωρ]] Ἀνθ. Π. 9. 362· στ. ὧραι Σχολ. παρ’ Ἀθην. 694C· [[νίκη]] Ἀνθ. Πλαν. 62. ΙΙ. [[στεφανηφόρος]], ὁ, ἐπώνυμον ἀρχόντων τινῶν ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς πολιτείαις, οἵτινες εἶχον τὸ [[δικαίωμα]] νὰ φορῶσι στέφανον ἐν ὅσῳ ἦσαν ἐν ἀξιώματι, ὡς οἱ ἄρχοντες ἐν Ἀθήναι, Αἰσχίν. 3. 33· οὗτοι παραβάλλονται πρὸς τοὺς παρὰ Ρωμαίοις flamines ὑπὸ Διον. τοῦ Ἁλ. 2. 64, πρβλ. Ἀθήν. 215Β, 533D· συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς, Φοίβου στ. ἰρεὺς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 823, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2671-73, -74, κ. ἀλλ.· καὶ ἐπὶ γυναικῶν, [[αὐτόθι]] 2162., 2331. 2· ὁ ἄρχων τὴν στ. ἀρχὴν [[αὐτόθι]] 2330. 6., -32, -33, κ. ἀλλ.· δραχμαὶ τοῦ στ., δηλ. [[μόλις]] ἐκκοπεῖσαι, Lenormant Monn. Ant. 2. 238.
|lstext='''στεφᾰνηφόρος''': -ον, ὁ φορῶν [[στέμμα]] ἢ στέφανον, [[θίασος]] Εὐρ. Βάκχ. 531· ἵπποι Θεόκρ. 16. 47· στ. ἀγὼν = [[στεφανίτης]], καθ’ ὃν ὡς [[βραβεῖον]] ἐδίδετο [[στέφανος]], Ἡρόδ. 5. 102, Ἀνδοκ. 29. 11· [[ὅθεν]], Ἀλφειέ, Διὸς στ. [[ὕδωρ]] Ἀνθ. Π. 9. 362· στ. ὧραι Σχολ. παρ’ Ἀθην. 694C· [[νίκη]] Ἀνθ. Πλαν. 62. ΙΙ. [[στεφανηφόρος]], ὁ, ἐπώνυμον ἀρχόντων τινῶν ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς πολιτείαις, οἵτινες εἶχον τὸ [[δικαίωμα]] νὰ φορῶσι στέφανον ἐν ὅσῳ ἦσαν ἐν ἀξιώματι, ὡς οἱ ἄρχοντες ἐν Ἀθήναι, Αἰσχίν. 3. 33· οὗτοι παραβάλλονται πρὸς τοὺς παρὰ Ρωμαίοις flamines ὑπὸ Διον. τοῦ Ἁλ. 2. 64, πρβλ. Ἀθήν. 215Β, 533D· συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς, Φοίβου στ. ἰρεὺς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 823, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2671-73, -74, κ. ἀλλ.· καὶ ἐπὶ γυναικῶν, [[αὐτόθι]] 2162., 2331. 2· ὁ ἄρχων τὴν στ. ἀρχὴν [[αὐτόθι]] 2330. 6., -32, -33, κ. ἀλλ.· δραχμαὶ τοῦ στ., δηλ. [[μόλις]] ἐκκοπεῖσαι, Lenormant Monn. Ant. 2. 238.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui porte une couronne;<br /><b>2</b> où l'on porte des couronnes ; [[στεφανηφόρος]] [[ἀρχή]] ESCHN la magistrature aux couronnes, <i>càd</i> l'archontat.<br />'''Étymologie:''' [[στεφάνη]], [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml