Anonymous

στράγξ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] ἡ, gen. [[στραγγός]], das Ausgedrückte, der Tropfen; Mel. 1 (VI, 1); nach Schol. Ar. Nubb. 132 ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς σχολῇ κατιὼν [[σταλαγμός]]; s. Menand. bei Phot.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] ἡ, gen. [[στραγγός]], das Ausgedrückte, der Tropfen; Mel. 1 (VI, 1); nach Schol. Ar. Nubb. 132 ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς σχολῇ κατιὼν [[σταλαγμός]]; s. Menand. bei Phot.
}}
{{bailly
|btext=[[στραγγός]] (ἡ) :<br />goutte exprimée, goutte.<br />'''Étymologie:''' R. Στραγγ, « presser, serrer », d'où « exprimer le jus » ; cf. <i>lat.</i> stringo, strictus.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στράγξ''': ἡ, γεν. [[στραγγός]], τὸ διὰ πιέσεως λαμβανόμενον, [[σταγών]], Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 4, Ἀνθ. Π. 4. 1, 38· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 131· κατὰ στράγγα ῥεῖν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 14, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 9. (Ἡ √ΣΤΡΑΓΓ, Λατ. STRING, ἔχει δύο κυρίας σημασίας, Ι. [[ἐκθλίβω]], [[ἐκπιέζω]], διὰ πιέσεως [[λαμβάνω]], ὡς ἐν τοῖς [[στράγξ]], στραγγουρία, [[στραγγίζω]], ἢ [[συστρέφω]], [[σφίγγω]], ὡς ἐν τοῖς στραγγάλη, στραγγαλίς, κτλ., καὶ μεταφορ. ἐν τοῖς στραγγεύομαι, στρεύγομαι. ΙΙ. [[σφίγγω]], [[περισφίγγω]], ὡς ἐν τοῖς Λατ. string-o, stric-tus.
|lstext='''στράγξ''': ἡ, γεν. [[στραγγός]], τὸ διὰ πιέσεως λαμβανόμενον, [[σταγών]], Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 4, Ἀνθ. Π. 4. 1, 38· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 131· κατὰ στράγγα ῥεῖν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 14, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 9. (Ἡ √ΣΤΡΑΓΓ, Λατ. STRING, ἔχει δύο κυρίας σημασίας, Ι. [[ἐκθλίβω]], [[ἐκπιέζω]], διὰ πιέσεως [[λαμβάνω]], ὡς ἐν τοῖς [[στράγξ]], στραγγουρία, [[στραγγίζω]], ἢ [[συστρέφω]], [[σφίγγω]], ὡς ἐν τοῖς στραγγάλη, στραγγαλίς, κτλ., καὶ μεταφορ. ἐν τοῖς στραγγεύομαι, στρεύγομαι. ΙΙ. [[σφίγγω]], [[περισφίγγω]], ὡς ἐν τοῖς Λατ. string-o, stric-tus.
}}
{{bailly
|btext=[[στραγγός]] (ἡ) :<br />goutte exprimée, goutte.<br />'''Étymologie:''' R. Στραγγ, « presser, serrer », d'où « exprimer le jus » ; cf. <i>lat.</i> stringo, strictus.
}}
}}
{{grml
{{grml