Anonymous

στιγμή: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ’" to "’")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0943.png Seite 943]] ἡ, das Punktiren, Stechen. u. der mit einem spitzigen Werkzeuge gemachte Punkt, Sp. – Der Punkt, Arist. eth. 10, 4, 4, Euclid. u. A.; dah. auch das Unbedeutendste, Kleinste, εἴ γε εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων ὧν κατεσκεύαζε, Dem. 21, 115. – Bei den Gramm. der Punkt als Interpunktionszeichen, wic [[μέση]] [[στιγμή]] das Kolon.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0943.png Seite 943]] ἡ, das Punktiren, Stechen. u. der mit einem spitzigen Werkzeuge gemachte Punkt, Sp. – Der Punkt, Arist. eth. 10, 4, 4, Euclid. u. A.; dah. auch das Unbedeutendste, Kleinste, εἴ γε εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων ὧν κατεσκεύαζε, Dem. 21, 115. – Bei den Gramm. der Punkt als Interpunktionszeichen, wic [[μέση]] [[στιγμή]] das Kolon.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> piqûre, marque faite par un instrument pointu, point ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> point mathématique;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> signe de ponctuation : στιγμὴ [[μέση]] point en haut ; στιγμὴ τελεία point final;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> un point, un rien ; στιγμὴ χρόνου PLUT <i>ou simpl.</i> [[στιγμή]], un instant (<i>cf. lat.</i> punctum temporis).<br />'''Étymologie:''' [[στίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στιγμή''': ἡ, ([[στίζω]]) ὡς τὸ Λατ. punctum, [[σημεῖον]] γενόμενον δι’ ὀξέος ὀργάνου, [[κέντημα]], [[στίγμα]], [[σημεῖον]], Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 398D. 2) μαθηματικὸν [[σημεῖον]], Ἀριστ. Τοπ. 1. 18, 8, Ἠθικ. Νικ. 10. 3, 4, π.Ψυχ. 3. 2, 20, κ. ἀλλ.· ὅσον στ. αἱματίνη, ὅσον μία σταγὼν αἵματος, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 2. 3) μεταφορ., [[πρᾶγμα]] μικρὸν πολύ, σμικρότατον [[μέρος]], εἴ γε εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων Δημ. 552. 7, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 389· -ἐπὶ χρόνου, Σιμωνίδ. 201· ἐν στ. χρόνου, ἐντὸς μιᾶς στιγμῆς, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 5· στιγμὴ χρόνου ὁ [[βίος]] Πλούτ. 2. 13D, πρβλ. 111C, Ἀνθ. Π. 7. 472. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ., στιγμὴ ἢ τελεία στιγμὴ ἡ [[κάτω]] [[στιγμή]], ἡ διακρίνουσα τὴν περίοδον, [[μέση]] στ., ἡ ἄνω λεγομένη [[στιγμή]], ἡ δηλοῦσα τὸ [[κῶλον]], ὑποστιγμὴ ἢ [[κόμμα]], τὸ διακρῖνον πρότασιν, κτλ., Α.Β. 758· ὁ Νικάνωρ διέκρινεν ὀκτὼ στιγμάς, [[αὐτόθι]].
|lstext='''στιγμή''': ἡ, ([[στίζω]]) ὡς τὸ Λατ. punctum, [[σημεῖον]] γενόμενον δι’ ὀξέος ὀργάνου, [[κέντημα]], [[στίγμα]], [[σημεῖον]], Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 398D. 2) μαθηματικὸν [[σημεῖον]], Ἀριστ. Τοπ. 1. 18, 8, Ἠθικ. Νικ. 10. 3, 4, π.Ψυχ. 3. 2, 20, κ. ἀλλ.· ὅσον στ. αἱματίνη, ὅσον μία σταγὼν αἵματος, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 2. 3) μεταφορ., [[πρᾶγμα]] μικρὸν πολύ, σμικρότατον [[μέρος]], εἴ γε εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων Δημ. 552. 7, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 389· -ἐπὶ χρόνου, Σιμωνίδ. 201· ἐν στ. χρόνου, ἐντὸς μιᾶς στιγμῆς, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 5· στιγμὴ χρόνου ὁ [[βίος]] Πλούτ. 2. 13D, πρβλ. 111C, Ἀνθ. Π. 7. 472. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ., στιγμὴ ἢ τελεία στιγμὴ ἡ [[κάτω]] [[στιγμή]], ἡ διακρίνουσα τὴν περίοδον, [[μέση]] στ., ἡ ἄνω λεγομένη [[στιγμή]], ἡ δηλοῦσα τὸ [[κῶλον]], ὑποστιγμὴ ἢ [[κόμμα]], τὸ διακρῖνον πρότασιν, κτλ., Α.Β. 758· ὁ Νικάνωρ διέκρινεν ὀκτὼ στιγμάς, [[αὐτόθι]].
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> piqûre, marque faite par un instrument pointu, point ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> point mathématique;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> signe de ponctuation : στιγμὴ [[μέση]] point en haut ; στιγμὴ τελεία point final;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> un point, un rien ; στιγμὴ χρόνου PLUT <i>ou simpl.</i> [[στιγμή]], un instant (<i>cf. lat.</i> punctum temporis).<br />'''Étymologie:''' [[στίζω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR