Anonymous

σκῦτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0908.png Seite 908]] τό, die [[Haut]], bes. die abgezogene u. schon gegerbte od. zubereitete Haut eines Thieres, das [[Leder]]; Od. 14, 34; [[σκύτη]] πωλεῖν, Ar. Equ. 865; auch alles aus Leder Gemachte, Schild, Peitsche, Jac. A. P. p. 41; komisch [[σκύτη]] βλέπειν, Ar. Vesp. 643, sich vor der Peitsche fürchten, wo der Schol. auch aus Eupolis diese sprichwörtliche Redensart anführt: ἐπὶ τῶν [[ὑποψιαστικῶς]] διακειμένων πρὸς τὰ μέλλοντα κακά, du desiehst Schläge; ähnlich νοῦς ἐν τοῖς σκύτεσιν, Pax 652, beide Male mit Anspielung auf das Gerberhandwerk des Kleon; vgl. Zenob. 6, 2; Alciphr. 3, 51; τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας, Plat. Conv. 191 a; Peitsche Dem. 21, 180. –[Σκύτος mit kurzem υ ist sehr zw., s. Drac. 83, 9, vgl. Jac. A. P. 131; weshalb an Stellen, wie Theocr. 25, 142, Lycophr. 1316, [[σκύλος]] od. [[κύτος]] zu schreiben scheint.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0908.png Seite 908]] τό, die [[Haut]], bes. die abgezogene u. schon gegerbte od. zubereitete Haut eines Thieres, das [[Leder]]; Od. 14, 34; [[σκύτη]] πωλεῖν, Ar. Equ. 865; auch alles aus Leder Gemachte, Schild, Peitsche, Jac. A. P. p. 41; komisch [[σκύτη]] βλέπειν, Ar. Vesp. 643, sich vor der Peitsche fürchten, wo der Schol. auch aus Eupolis diese sprichwörtliche Redensart anführt: ἐπὶ τῶν [[ὑποψιαστικῶς]] διακειμένων πρὸς τὰ μέλλοντα κακά, du desiehst Schläge; ähnlich νοῦς ἐν τοῖς σκύτεσιν, Pax 652, beide Male mit Anspielung auf das Gerberhandwerk des Kleon; vgl. Zenob. 6, 2; Alciphr. 3, 51; τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας, Plat. Conv. 191 a; Peitsche Dem. 21, 180. –[Σκύτος mit kurzem υ ist sehr zw., s. Drac. 83, 9, vgl. Jac. A. P. 131; weshalb an Stellen, wie Theocr. 25, 142, Lycophr. 1316, [[σκύλος]] od. [[κύτος]] zu schreiben scheint.]
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> peau d'un animal écorché ; peau travaillée, cuir;<br /><b>2</b> lanière de cuir, fouet.<br />'''Étymologie:''' R. Σκυ, couvrir ; cf. [[κύτος]], <i>lat.</i> scutum, cutis, obscurus.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῦτος''': τό, ὡς τὸ [[κύτος]] [ῠ], δέρμα, [[μάλιστα]] δὲ κατειργασμένον δέρμα, [[βύρσα]], «πετσί», «τομάρι», Ὀδ. Ξ. 34, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, Ἀριστοφ. Ἱππ. 868, Εἰρ. 669· εἰ ἐμβάται γένοιντο σκύτους Ξεν. Ἱππ. 12, 10· τῶν σκυτῶν ῥυτίδες Πλάτ. Συμπ. 191Α· σκυτῶν τομὴ ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 173D, ἴδε ἐν τέλ. ΙΙ. ἱμὰς ἐκ δέρματος, [[μάστιξ]], Δημ. 572. 27, Πλουτ. Πομπ. 18, κτλ.· [[σκύτη]] βλέπειν, [[βλέπω]] ὡς ἐὰν πρόκειται νὰ μαστιγωθῶ, Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 12, Ἀριστοφ. Σφ. 643· ὁ [[νοῦς]] γὰρ ἡμῶν ἦν τότ’ ἐν τοῖς σκύτεσι (ἀλλὰ μετά τινος ἀναφορᾶς πρὸς Κλέωνα τὸν βυρσοδέψην), ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 667· σκ. τέμνειν εἰς νουθεσίαν ἀφρόνων Σωκρ. Ἐπιστ. σ. 28. 2) ὁ ἐκ δέρματος [[φαλλός]], ὁ εἰσαχθεὶς εἰς τὴν Ἀττικὴν κωμῳδίαν· πρβλ. [[σκύτινος]]. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. sku, sku-nômi (tego)· Λατ. ob-scū-rus· καὶ πρὸς τὸ [[σκῦτος]], [[κύτος]] [ῠ], πρβλ. scū-tum, cŭ-tis· -ἴδε [[σκεῦος]]). [σκύτος μετὰ ῠ ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Πλ. 514 ὁ Bentl. Διώρθωσε σκῠλοδεψεῖν· οὕτω [[παρά]] Θεοκρ. 25. 142 ο Troup διώρθωσε [[σκύλος]], καὶ παρὰ Λυκόφρ. 1316 ὁ Bachm. διορθοῖ [[κύτος]]].
|lstext='''σκῦτος''': τό, ὡς τὸ [[κύτος]] [ῠ], δέρμα, [[μάλιστα]] δὲ κατειργασμένον δέρμα, [[βύρσα]], «πετσί», «τομάρι», Ὀδ. Ξ. 34, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, Ἀριστοφ. Ἱππ. 868, Εἰρ. 669· εἰ ἐμβάται γένοιντο σκύτους Ξεν. Ἱππ. 12, 10· τῶν σκυτῶν ῥυτίδες Πλάτ. Συμπ. 191Α· σκυτῶν τομὴ ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 173D, ἴδε ἐν τέλ. ΙΙ. ἱμὰς ἐκ δέρματος, [[μάστιξ]], Δημ. 572. 27, Πλουτ. Πομπ. 18, κτλ.· [[σκύτη]] βλέπειν, [[βλέπω]] ὡς ἐὰν πρόκειται νὰ μαστιγωθῶ, Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 12, Ἀριστοφ. Σφ. 643· ὁ [[νοῦς]] γὰρ ἡμῶν ἦν τότ’ ἐν τοῖς σκύτεσι (ἀλλὰ μετά τινος ἀναφορᾶς πρὸς Κλέωνα τὸν βυρσοδέψην), ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 667· σκ. τέμνειν εἰς νουθεσίαν ἀφρόνων Σωκρ. Ἐπιστ. σ. 28. 2) ὁ ἐκ δέρματος [[φαλλός]], ὁ εἰσαχθεὶς εἰς τὴν Ἀττικὴν κωμῳδίαν· πρβλ. [[σκύτινος]]. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. sku, sku-nômi (tego)· Λατ. ob-scū-rus· καὶ πρὸς τὸ [[σκῦτος]], [[κύτος]] [ῠ], πρβλ. scū-tum, cŭ-tis· -ἴδε [[σκεῦος]]). [σκύτος μετὰ ῠ ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Πλ. 514 ὁ Bentl. Διώρθωσε σκῠλοδεψεῖν· οὕτω [[παρά]] Θεοκρ. 25. 142 ο Troup διώρθωσε [[σκύλος]], καὶ παρὰ Λυκόφρ. 1316 ὁ Bachm. διορθοῖ [[κύτος]]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> peau d'un animal écorché ; peau travaillée, cuir;<br /><b>2</b> lanière de cuir, fouet.<br />'''Étymologie:''' R. Σκυ, couvrir ; cf. [[κύτος]], <i>lat.</i> scutum, cutis, obscurus.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth