3,273,145
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0961.png Seite 961]] später συγγίνομαι (s. [[γίγνομαι]]), mit od. bei Einem sein; bes. wie adesse, beistehen, ξυγεννοῦ πάτερ, φίλοις, Aezeh. Ch. 449. 454, vgl. 243, ὦ θεοὶ πατρῷοι, συγγένεσθέ γ' ἀλλὰ νῦν, Soph. El. 403; Eur.; in Prosa γυναικί, einem Weibe beiwohnen, wie [[συνουσιάζω]], Her. 2, 121; Xen. An. 1. 2, 12, zusammenkommen; Her. ἐς πόσιν 1, 172 τινί, mit Einem, Λακεδαιμονίοις, Ar. Equ. 465; ξυγγενέσθαι ταῖς Νεφέλαισιν ἐς λόγους, Nub. 253; auch übertr., ἐννυχίαισι φροντίσι συγγεγένημαι, Equ. 1288; [[ὅπως]] μηδενὶ ξυγγένηται, Thuc. 2, 12; ἐνδείᾳ, Plat. Phil. 45 b; ἐάν τις ἐλευθέρα δούλῳ ξυγγίγνηται, Legg. XI, 930 d, u. so öfter, wie γυναικί, Rep. I, 329 c; auch um den Unterricht Jemandes zu genießen, Schüler sein, Men. 91 e Alc. I. 118 c; περὶ τῶν τοιούτων Φιλολάῳ σογγεγονότες, Phaed 61 d, u. öfter; Xen. An. 2, 6, 17 Mem. 1, 2, 27. 61. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0961.png Seite 961]] später συγγίνομαι (s. [[γίγνομαι]]), mit od. bei Einem sein; bes. wie adesse, beistehen, ξυγεννοῦ πάτερ, φίλοις, Aezeh. Ch. 449. 454, vgl. 243, ὦ θεοὶ πατρῷοι, συγγένεσθέ γ' ἀλλὰ νῦν, Soph. El. 403; Eur.; in Prosa γυναικί, einem Weibe beiwohnen, wie [[συνουσιάζω]], Her. 2, 121; Xen. An. 1. 2, 12, zusammenkommen; Her. ἐς πόσιν 1, 172 τινί, mit Einem, Λακεδαιμονίοις, Ar. Equ. 465; ξυγγενέσθαι ταῖς Νεφέλαισιν ἐς λόγους, Nub. 253; auch übertr., ἐννυχίαισι φροντίσι συγγεγένημαι, Equ. 1288; [[ὅπως]] μηδενὶ ξυγγένηται, Thuc. 2, 12; ἐνδείᾳ, Plat. Phil. 45 b; ἐάν τις ἐλευθέρα δούλῳ ξυγγίγνηται, Legg. XI, 930 d, u. so öfter, wie γυναικί, Rep. I, 329 c; auch um den Unterricht Jemandes zu genießen, Schüler sein, Men. 91 e Alc. I. 118 c; περὶ τῶν τοιούτων Φιλολάῳ σογγεγονότες, Phaed 61 d, u. öfter; Xen. An. 2, 6, 17 Mem. 1, 2, 27. 61. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> συγγενήσομαι, <i>ao.2</i> συνεγενόμην, <i>etc.</i><br /><b>1</b> naître avec;<br /><b>2</b> être ensemble, être avec, avoir des rapports, fréquenter, τινι ; <i>en parl. de disciples qui fréquentent un maître ; abs.</i> [[οἱ]] συγγιγνόμενοι XÉN les camarades ; <i>particul.</i> avoir commerce avec;<br /><b>3</b> venir à l'aide de, aider, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[γίγνομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγγίγνομαι''': Ἰωνικ. καὶ παρὰ μεταγεν. Λυρ. συγγίν- [ῑ]· μέλλ. -γενήσομαι, ἀόρ. -γενόμην, πρκμ. -[[γέγονα]]· ἀποθ. Γεννῶμαι μετά τινος, ἅμα συγγενομένοις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 18, πρβλ. Διόδ. 2. 56, Μανέθων 1. 200· - ἀλλὰ συνηθέστατα, ΙΙ. εἶμαι μετά τινος, συναναστρέφομαι, [[συνδιατρίβω]] μετ’ [[αὐτοῦ]], τινι Ἡρόδ. 3. 55, Εὐρ. Ἠλ. 603, Ἀριστ. Νεφ. 1317, Σφ. 1468, Θουκ. 2. 12, Πλάτ., κτλ.· χαλεποὶ ξυγγενέσθαι Πλάτ. Πολ. 330C· πᾶσαν τὴν συνουσίαν ξ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 672Α· - [[ὡσαύτως]], σ. ἐς λόγους τινὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 253. 2) ἐπὶ μαθητῶν ἢ ὀπαδῶν, συναναστρέφομαι μετὰ τοῦ διδασκάλου, συμβουλεύομαι αὐτόν, [[μαθητεύω]], [[περί]] τινος Πλάτ. Φαίδων 61D, πρβλ. Ἀριστοφάν. Ὄρν. 113, Ἱππ. 1291, πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 91Ε, Ξενοφ. Ἀπομνημ. 1. 21, 27· ἐπὶ τοῦ διδασκάλου, Πλουτάρχ. Περικλ. 4. 3) σ. γυναικί, ὡς τὸ συνουσιάζειν, [[ἔρχομαι]] εἰς σαρκικὴν μῖξιν μετ’ αὐτῆς, συνευρίσκομαι, Ἡρόδ. 2. 121, 5, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 12, κτλ. ἐπὶ τῆς γυναικός, Πλάτ. Νόμ. 930D. 4) [[ἔρχομαι]] εἰς βοήθειαν, τινι Αἰσχύλ. Χο. 245, 456· ἀπολ., Σοφ. Ἠλ. 411· ξὺν δὲ γενοῦ πρὸς ἐχθροὺς Αἰσχύλ. Χο. 460. 5) ἀπολ., [[συνέρχομαι]], συναντῶ, Θουκ. 4. 83., 5. 37· σ. ἐς πόσιν Ἡρόδ. 1. 172· οἱ συγγιγνόμενοι, σύντροφοι, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 16· [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] συγγ. Πλάτ. Ἐπιν. 978Α. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, συναντῶ τι, ἀποκτῶ γνῶσίν τινος, ἵνα σπλάγχνοισι συγγενώμεθα Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 22· ξυνεγιγνόμην ἀεὶ τοῖς ἀγαθοῖς φάγροισιν ὁ αὐτ. ἐν «Ἀστρατεύτοις» 6· ἐνδείᾳ Πλάτ. Φίληβ. 42Β ὑδροποσίαις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 674Α· λόγῳ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 1. 10. | |lstext='''συγγίγνομαι''': Ἰωνικ. καὶ παρὰ μεταγεν. Λυρ. συγγίν- [ῑ]· μέλλ. -γενήσομαι, ἀόρ. -γενόμην, πρκμ. -[[γέγονα]]· ἀποθ. Γεννῶμαι μετά τινος, ἅμα συγγενομένοις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 18, πρβλ. Διόδ. 2. 56, Μανέθων 1. 200· - ἀλλὰ συνηθέστατα, ΙΙ. εἶμαι μετά τινος, συναναστρέφομαι, [[συνδιατρίβω]] μετ’ [[αὐτοῦ]], τινι Ἡρόδ. 3. 55, Εὐρ. Ἠλ. 603, Ἀριστ. Νεφ. 1317, Σφ. 1468, Θουκ. 2. 12, Πλάτ., κτλ.· χαλεποὶ ξυγγενέσθαι Πλάτ. Πολ. 330C· πᾶσαν τὴν συνουσίαν ξ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 672Α· - [[ὡσαύτως]], σ. ἐς λόγους τινὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 253. 2) ἐπὶ μαθητῶν ἢ ὀπαδῶν, συναναστρέφομαι μετὰ τοῦ διδασκάλου, συμβουλεύομαι αὐτόν, [[μαθητεύω]], [[περί]] τινος Πλάτ. Φαίδων 61D, πρβλ. Ἀριστοφάν. Ὄρν. 113, Ἱππ. 1291, πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 91Ε, Ξενοφ. Ἀπομνημ. 1. 21, 27· ἐπὶ τοῦ διδασκάλου, Πλουτάρχ. Περικλ. 4. 3) σ. γυναικί, ὡς τὸ συνουσιάζειν, [[ἔρχομαι]] εἰς σαρκικὴν μῖξιν μετ’ αὐτῆς, συνευρίσκομαι, Ἡρόδ. 2. 121, 5, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 12, κτλ. ἐπὶ τῆς γυναικός, Πλάτ. Νόμ. 930D. 4) [[ἔρχομαι]] εἰς βοήθειαν, τινι Αἰσχύλ. Χο. 245, 456· ἀπολ., Σοφ. Ἠλ. 411· ξὺν δὲ γενοῦ πρὸς ἐχθροὺς Αἰσχύλ. Χο. 460. 5) ἀπολ., [[συνέρχομαι]], συναντῶ, Θουκ. 4. 83., 5. 37· σ. ἐς πόσιν Ἡρόδ. 1. 172· οἱ συγγιγνόμενοι, σύντροφοι, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 16· [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] συγγ. Πλάτ. Ἐπιν. 978Α. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, συναντῶ τι, ἀποκτῶ γνῶσίν τινος, ἵνα σπλάγχνοισι συγγενώμεθα Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 22· ξυνεγιγνόμην ἀεὶ τοῖς ἀγαθοῖς φάγροισιν ὁ αὐτ. ἐν «Ἀστρατεύτοις» 6· ἐνδείᾳ Πλάτ. Φίληβ. 42Β ὑδροποσίαις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 674Α· λόγῳ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 1. 10. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |