3,277,637
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0963.png Seite 963]] aufschreiben, niederschreiben, malen; ἔοικας χηνὶ συγγεγραμμένῳ, Ar. Av. 805; auch med., τὰ δ' ἄλλα μετὰ τῆς γραμματέως συγγράψομαι, Thesm. 432 (s. unten), συγγράψασθαι, Her. 1, 47. 48; die Dreißigmänner in Athen werden gewählt, οἳ τοὺς πατρίους νόμους συγγράψουσι, Xen. Hell. 2, 3, 2. – Bes. geschichtliche Thatsachen zusammentragen u. aufzeichnen, ein Geschichtswerk abfassen, Thuc. 1, 1; τὰς πράξεις, Pol. 3, 6, 1 u. Sp.; u. übh. ein Werk in Prosa schreiben, ὁ τὴν ὀψοποιΐαν συγγεγραφώς, Ath. IV, 112 d; ἐπαίνους [[καταλογάδην]] συγγράφειν, Plat. Conv. 177 b; Ggstz von ποιεῖν, Lys. 205 a; s. Schaef. D. Hal. de C. V. p. 25. 70. 105. 185; selten von Dichtern, wie Pallad. 11 (X, 165) u. Theocr. ep. 20, 4. – Im engern Sinne = einen Contract abfassen, einen Vertrag machen, [[περί]] τινος, Isocr. 4, 147, vom Frieden; auch med., συγγράφεσθαι [[πρός]] τι, in Bezug auf eine Sache einen Contract machen, vgl. Dem. 56, 47 u. öfter; συγγράφεσθαι γάμον, die Ehe contractmäßig vollziehen, Plut. de stoic. repugn. 4; u. pass., ὁ συγγεγραμμένος, der durch einen Contract Verpflichtete, Hippocr. – Auch ἐν τῷ δήμῳ συγγράφεσθαι, einen Volksbeschluß ausfertigen, Plat. Gorg. 451 b; s. oben Ar. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0963.png Seite 963]] aufschreiben, niederschreiben, malen; ἔοικας χηνὶ συγγεγραμμένῳ, Ar. Av. 805; auch med., τὰ δ' ἄλλα μετὰ τῆς γραμματέως συγγράψομαι, Thesm. 432 (s. unten), συγγράψασθαι, Her. 1, 47. 48; die Dreißigmänner in Athen werden gewählt, οἳ τοὺς πατρίους νόμους συγγράψουσι, Xen. Hell. 2, 3, 2. – Bes. geschichtliche Thatsachen zusammentragen u. aufzeichnen, ein Geschichtswerk abfassen, Thuc. 1, 1; τὰς πράξεις, Pol. 3, 6, 1 u. Sp.; u. übh. ein Werk in Prosa schreiben, ὁ τὴν ὀψοποιΐαν συγγεγραφώς, Ath. IV, 112 d; ἐπαίνους [[καταλογάδην]] συγγράφειν, Plat. Conv. 177 b; Ggstz von ποιεῖν, Lys. 205 a; s. Schaef. D. Hal. de C. V. p. 25. 70. 105. 185; selten von Dichtern, wie Pallad. 11 (X, 165) u. Theocr. ep. 20, 4. – Im engern Sinne = einen Contract abfassen, einen Vertrag machen, [[περί]] τινος, Isocr. 4, 147, vom Frieden; auch med., συγγράφεσθαι [[πρός]] τι, in Bezug auf eine Sache einen Contract machen, vgl. Dem. 56, 47 u. öfter; συγγράφεσθαι γάμον, die Ehe contractmäßig vollziehen, Plut. de stoic. repugn. 4; u. pass., ὁ συγγεγραμμένος, der durch einen Contract Verpflichtete, Hippocr. – Auch ἐν τῷ δήμῳ συγγράφεσθαι, einen Volksbeschluß ausfertigen, Plat. Gorg. 451 b; s. oben Ar. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> συγγράψω, <i>ao.</i> συνέγραψα, <i>etc.</i><br /><b>A.</b> ([[γράφω]] peindre) représenter, <i>fig.</i> décrire;<br /><b>B.</b> ([[γράφω]] écrire);<br /><b>I.</b> composer, rédiger ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> composer un ouvrage : ξ. πόλεμον THC écrire l'histoire d'une guerre;<br /><b>2</b> composer un discours pour qqn;<br /><b>3</b> réunir en un code les lois écrites;<br /><b>II.</b> inscrire avec : συγγεγραμμένοι πατέρες PLUT pères conscrits, sénateurs <i>à Rome</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> συγγράφομαι;<br /><b>1</b> rédiger;<br /><b>2</b> faire un contrat écrit, s'engager par écrit : [[τι]] à qch ; γάμον PLUT rédiger un contrat de mariage ; <i>abs.</i> signer un traité.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[γράφω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγγράφω''': [ᾰ], μέλλ. -ψω, [[καταγράφω]], σημειοῦμαι, Λατιν. conscribere, Ξεν. Κύρ. 8. 4. 16· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ [[φροντίζω]] νὰ καταγραφῇ τι, Ἡρόδ. 1. 47, 48., 7, 142, Ἀριστοφάν. Θεσμ. 432. 2) [[περιγράφω]], τὸ μὲν δὴ [[εἶδος]] ὁκοῖόν τι ἔχει ἡ [[κάμηλος]], ἐπισταμένοισι τοῖσι Ἕλλησι οὐ [[συγγράφω]] Ἡρόδ. 3. 103, πρβλ. 6. 14. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[συγγράφω]], Λατ conscribere, (πρβλ. [[συγγραφεύς]], [[σύγγραμμα]]), περὶ τινος Ξεν. Ἱππ. 1. 1, Πλάτ. Μίν. 316C· μετ’αἰτ., πόλεμον ξ., τὴν ἱστορίαν τοῦ πολέμου, Θουκ. 1. 1, πρβλ. 6. 7· ξ. τὴν ὀψοποιίαν, [[βιβλίον]] ἢ πραγματείαν περὶ ὀψοποιίας ἢ μαγειρικῆς, Πλάτ. Γοργ. 518Β· ξυμβουλὴν περὶ βίου ξ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 858C· [[περιγράφω]], Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 20. 4 ([[ἔνθα]] λέγεται περὶ τῆς ποιήσεως, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 165), ἰδίως, [[γράφω]] ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ποίησιν (ποιεῖν), Πλάτ. Λῦσ. 205Α· ξ. ἐπαίνους [[καταλογάδην]] ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 177Β, πρβλ. Schäf. εἰς Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 25, 70, 105, 185. 2) ἰδίως [[συγγράφω]] ἢ [[συντίθημι]] λόγον, ὃν [[ἄλλος]] τις μέλλει νὰ ἀπαγγείλῃ, Ἰσοκρ. 1C, 230Α, καὶ Πλάτ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ξ. λόγους οἵους εἰς τὰ δικαστήρια, βάλλω νὰ συνθέσωσι δι’ ἐμὲ λόγους, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 272Α· καὶ ἐν τῷ παθ., [[λόγος]] ξυγγεγραμμένος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 258Α. ΙΙΙ. [[συλλέγω]] καὶ [[ὁρίζω]], τοὺς πατρίους νόμους Ξεν. Ἑλλην. 2. 3, 2, πρβλ. Νόμ παρ’ Ἀνδοκ. 13.3. - Μεσ., συγγράφεσθαί τι, [[γράφω]], [[παρασκευάζω]] [[συμβόλαιον]] ἢ ὁμόλογον (πρβλ. συγγραφὴ ΙΙ. 2), συγγραψάμενος ἃ δεήσει ἀποδοῦναι Ξεν. Ἱππ. 2. 2, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 451Β· συγγράφεσθαι εἰρήνην [[πρός]] τινα, [[κάμνω]] συνθήκην, [[γράφω]] τοὺς ὅρους εἰρήνης [[πρός]] τινα, Ἰσοκρ. 265Ε· σ. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 78Β· [[οὕτως]] ἀπολ., [[ὑπογράφω]], συνομολογῶ συνθήκην, Θουκ. 5. 41· σ. γάμον, [[κάμνω]] [[συμβόλαιον]] ἢ συμφωνίαν γάμου, Πλούτ. 2. 1034 Α· ― μετ’ ἀπαρ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 5 καὶ [[μάλιστα]], συγγράφεσθαι ἐς [[ἐμπόριον]], [[κάμνω]] συμφωνίαν [[ὅπως]] [[φέρω]] [[πλοῖον]] εἰς λιμένα, Δημ. 1286. 19., 1297. 3. - Παθ., ὁ συγγεγραμμένος, ὁ διὰ συμβολαίου ὑποχρεούμενος, διὰ συμβολαίου δεδεμένος, Ἱππ. Ὅρκ.· ― ἀλλὰ πατέρες συγγεγραμμένοι = τῷ Ρωμαϊκῷ Patres conscripti, «καὶ γὰρ [[ἄχρι]] νῦν τοὺς ἐν συγκλήτῳ τελοῦντας, οἱ μὲν [[ἔξωθεν]] ἄνδρας ἡγεμόνας καλοῦσιν· αὐτοὶ δὲ Ρωμαῖοι Πατέρας συγγεγραμμένους» Πλουτ. Ρωμ. 13. 2) [[γράφω]] σχέδιον ψηφίσματος μέλλοντος νὰ ὑποβληθῇ εἰς ἐπιψήφισιν, παράνομα συγγεγραφέναι Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 12· ἀλλαχοῦ ἡ [[ἔννοια]] αὕτη περιορίζεται εἰς τὸν μέσ. τύπον, τὰ δ’ ἄλλα μετὰ τῆς γραμματέως συγγράψομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 432, πρβλ. Πλάτ. Γοργ 451Β. IV. ζωγραφῶ κατὰ παραγγελίαν ἢ διὰ συμβολαίου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 805 πρβλ. [[εὐτέλεια]]. 2) ζωγραφῶ [[ὁμοῦ]], τινὰς ἐν γραφαῖς Δίων Κ. 58. 4, πρβλ. 50. 5. | |lstext='''συγγράφω''': [ᾰ], μέλλ. -ψω, [[καταγράφω]], σημειοῦμαι, Λατιν. conscribere, Ξεν. Κύρ. 8. 4. 16· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ [[φροντίζω]] νὰ καταγραφῇ τι, Ἡρόδ. 1. 47, 48., 7, 142, Ἀριστοφάν. Θεσμ. 432. 2) [[περιγράφω]], τὸ μὲν δὴ [[εἶδος]] ὁκοῖόν τι ἔχει ἡ [[κάμηλος]], ἐπισταμένοισι τοῖσι Ἕλλησι οὐ [[συγγράφω]] Ἡρόδ. 3. 103, πρβλ. 6. 14. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[συγγράφω]], Λατ conscribere, (πρβλ. [[συγγραφεύς]], [[σύγγραμμα]]), περὶ τινος Ξεν. Ἱππ. 1. 1, Πλάτ. Μίν. 316C· μετ’αἰτ., πόλεμον ξ., τὴν ἱστορίαν τοῦ πολέμου, Θουκ. 1. 1, πρβλ. 6. 7· ξ. τὴν ὀψοποιίαν, [[βιβλίον]] ἢ πραγματείαν περὶ ὀψοποιίας ἢ μαγειρικῆς, Πλάτ. Γοργ. 518Β· ξυμβουλὴν περὶ βίου ξ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 858C· [[περιγράφω]], Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 20. 4 ([[ἔνθα]] λέγεται περὶ τῆς ποιήσεως, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 165), ἰδίως, [[γράφω]] ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ποίησιν (ποιεῖν), Πλάτ. Λῦσ. 205Α· ξ. ἐπαίνους [[καταλογάδην]] ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 177Β, πρβλ. Schäf. εἰς Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 25, 70, 105, 185. 2) ἰδίως [[συγγράφω]] ἢ [[συντίθημι]] λόγον, ὃν [[ἄλλος]] τις μέλλει νὰ ἀπαγγείλῃ, Ἰσοκρ. 1C, 230Α, καὶ Πλάτ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ξ. λόγους οἵους εἰς τὰ δικαστήρια, βάλλω νὰ συνθέσωσι δι’ ἐμὲ λόγους, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 272Α· καὶ ἐν τῷ παθ., [[λόγος]] ξυγγεγραμμένος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 258Α. ΙΙΙ. [[συλλέγω]] καὶ [[ὁρίζω]], τοὺς πατρίους νόμους Ξεν. Ἑλλην. 2. 3, 2, πρβλ. Νόμ παρ’ Ἀνδοκ. 13.3. - Μεσ., συγγράφεσθαί τι, [[γράφω]], [[παρασκευάζω]] [[συμβόλαιον]] ἢ ὁμόλογον (πρβλ. συγγραφὴ ΙΙ. 2), συγγραψάμενος ἃ δεήσει ἀποδοῦναι Ξεν. Ἱππ. 2. 2, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 451Β· συγγράφεσθαι εἰρήνην [[πρός]] τινα, [[κάμνω]] συνθήκην, [[γράφω]] τοὺς ὅρους εἰρήνης [[πρός]] τινα, Ἰσοκρ. 265Ε· σ. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 78Β· [[οὕτως]] ἀπολ., [[ὑπογράφω]], συνομολογῶ συνθήκην, Θουκ. 5. 41· σ. γάμον, [[κάμνω]] [[συμβόλαιον]] ἢ συμφωνίαν γάμου, Πλούτ. 2. 1034 Α· ― μετ’ ἀπαρ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 5 καὶ [[μάλιστα]], συγγράφεσθαι ἐς [[ἐμπόριον]], [[κάμνω]] συμφωνίαν [[ὅπως]] [[φέρω]] [[πλοῖον]] εἰς λιμένα, Δημ. 1286. 19., 1297. 3. - Παθ., ὁ συγγεγραμμένος, ὁ διὰ συμβολαίου ὑποχρεούμενος, διὰ συμβολαίου δεδεμένος, Ἱππ. Ὅρκ.· ― ἀλλὰ πατέρες συγγεγραμμένοι = τῷ Ρωμαϊκῷ Patres conscripti, «καὶ γὰρ [[ἄχρι]] νῦν τοὺς ἐν συγκλήτῳ τελοῦντας, οἱ μὲν [[ἔξωθεν]] ἄνδρας ἡγεμόνας καλοῦσιν· αὐτοὶ δὲ Ρωμαῖοι Πατέρας συγγεγραμμένους» Πλουτ. Ρωμ. 13. 2) [[γράφω]] σχέδιον ψηφίσματος μέλλοντος νὰ ὑποβληθῇ εἰς ἐπιψήφισιν, παράνομα συγγεγραφέναι Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 12· ἀλλαχοῦ ἡ [[ἔννοια]] αὕτη περιορίζεται εἰς τὸν μέσ. τύπον, τὰ δ’ ἄλλα μετὰ τῆς γραμματέως συγγράψομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 432, πρβλ. Πλάτ. Γοργ 451Β. IV. ζωγραφῶ κατὰ παραγγελίαν ἢ διὰ συμβολαίου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 805 πρβλ. [[εὐτέλεια]]. 2) ζωγραφῶ [[ὁμοῦ]], τινὰς ἐν γραφαῖς Δίων Κ. 58. 4, πρβλ. 50. 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |