Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκυρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0970.png Seite 970]] (s. [[κυρέω]]), von Personen, zusammentreffen, zusammengerathen, einander begegnen; μή πως συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι, Il. 23, 435, daß sie nicht an einander geriethen; [[τῇδε]] συγκῦρσαι τύχῃ, Soph. O. C. 1404; εἰς ἓν μοίρας συνέκυρσας, Eur. Andr. 1173; [[πόθεν]] μοι συνέκυρσ' [[ἀδόκητος]] [[ἡδονή]]; Ion 1448; von Schiffen, Her. 8, 87. 92; übh. sich zu gleicher Zeit ereignen, zutragen, c. int., 9, 10; τὰ συγκυρήσαντα, die Ereignisse, 1, 119. 8, 136; auch ungewöhnlich im pass., τὸ εἰς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον, 9, 37. Oft bei Sp.: παρὰ δόξαν αὐτοῖς τῶν πραγμάτων συγκυρούντων, Pol. 5, 18, 6; δύο τὰ κάλλιστα συνεκύρησε τοῖς Ῥωμαίοις, 2, 20, 8; aber auch ἡ [[ἔξωθεν]] συγκυροῦσα ταύταις ταῖς χώραις [[θάλαττα]], 3, 59, 7, das Meer, welches diese Länder berührt; so τὰ συγκυροῦντα πρὸς τὴν Μεσσηνίαν, Strab. 8, 3, 17; vgl. Plut. Aristid. 11; τοιῷδε τέλει συγκῦρσαι, Luc. philopatr. 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0970.png Seite 970]] (s. [[κυρέω]]), von Personen, zusammentreffen, zusammengerathen, einander begegnen; μή πως συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι, Il. 23, 435, daß sie nicht an einander geriethen; [[τῇδε]] συγκῦρσαι τύχῃ, Soph. O. C. 1404; εἰς ἓν μοίρας συνέκυρσας, Eur. Andr. 1173; [[πόθεν]] μοι συνέκυρσ' [[ἀδόκητος]] [[ἡδονή]]; Ion 1448; von Schiffen, Her. 8, 87. 92; übh. sich zu gleicher Zeit ereignen, zutragen, c. int., 9, 10; τὰ συγκυρήσαντα, die Ereignisse, 1, 119. 8, 136; auch ungewöhnlich im pass., τὸ εἰς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον, 9, 37. Oft bei Sp.: παρὰ δόξαν αὐτοῖς τῶν πραγμάτων συγκυρούντων, Pol. 5, 18, 6; δύο τὰ κάλλιστα συνεκύρησε τοῖς Ῥωμαίοις, 2, 20, 8; aber auch ἡ [[ἔξωθεν]] συγκυροῦσα ταύταις ταῖς χώραις [[θάλαττα]], 3, 59, 7, das Meer, welches diese Länder berührt; so τὰ συγκυροῦντα πρὸς τὴν Μεσσηνίαν, Strab. 8, 3, 17; vgl. Plut. Aristid. 11; τοιῷδε τέλει συγκῦρσαι, Luc. philopatr. 15.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> se trouver avec, se rencontrer par hasard ; avec un dat., rencontrer ; <i>fig.</i> rencontrer (une destinée, un sort, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> se rencontrer avec :<br /><b>1</b> <i>en parl. de lieux</i> atteindre à, toucher à, être contigu à, <i>dat. ou</i> [[πρός]] et l'acc.;<br /><b>2</b> <i>avec un suj. de chose</i> échoir, arriver : τινι à qqn ; • <i>impers.</i> συνεκύρησε avec l'inf., il arriva que.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κυρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκῠρέω''': ἀόρ. -εκύρησα καὶ -έκυρσα· ― [[συντυγχάνω]], [[συμπίπτω]], [[μήπως]] συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι, «συμπέσειαν καὶ συγκρούσειαν ἐν τῇ ὁδῷ οἱ μονώνυχες ἵπποι» (Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 435· [[οὕτως]] ἐπὶ πλοίων, Ἡρόδ. 8. 92· [[συντυγχάνω]], ἀπαντῶ τι δυσάρεστον, [[τῇδε]] συγκύρσαι τύχῃ Σοφ. Ο. Κ. 1404· κήτεσι πολλοῖς συγκεκυρηκέναι Διόδ. 17. 106· τραγικοῖς πάθεσι ὁ αὐτ. 20. 21· εἰς ἓν μοίρας ξυνέκυρσας, περικλείεσαι εἰς τὴν αὐτὴν μοῖραν, τύχην, Εὐρ. Ἀνδρ. 1172. 2) μετὰ μετοχ. ὡς τὸ [[τυγχάνω]]· συνέκυρσε θέων, συνέπεσε νὰ τρέχῃ, Ἐμπεδ. 260· εἰ συνεκύρησε... παραπεσοῦσα [[νηῦς]], ἂν κατὰ τύχην συνέπεσε..., Ἡρόδ. 8. 87. ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων καὶ συμβάντων, ὡς τὸ [[συμβαίνω]], κατὰ τύχην [[συμβαίνω]], ἢν δέ τι δεινὸν συγκύρσῃ Θέογν. 698Β· τάδε [[οἶδα]]... τοῖς ἐν Ἰταλίῃ συγκυρήσαντα Ἡρόδ. 4. 15· σ. μοι ἁδονὰ Εὐρ. Ἴων 1448· τίς τύχα μοι ξυγκυρήσει; ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 874· ἀπροσ., μετ’ ἀπαρ., συνεκύρησε γενέσθαι, συνέβη [[ὥστε]] νά..., Ἡρόδ. 9. 90· τὰ συγκυρήσαντα, ὅσα εἶχον συμβῆ, ὁ αὐτ. 1. 119· ὃ καὶ συνεκύρησε Πολύβ. 2. 65, 7, πρβλ. Διόδ. 1. 1· [[παρά]] τινος, ἐκ μέρους τινός, Διον. Ἁλ. 5. 56· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον Ἡρόδ. 9. 37. ΙΙΙ. ἐπὶ τόπων, [[γειτνιάζω]] [[πρός]] τινα, τινι Πολύβ. 3. 59, 7, κτλ.· πρὸς τόπον Πλουτ. Ἀριστείδ. 11.
|lstext='''συγκῠρέω''': ἀόρ. -εκύρησα καὶ -έκυρσα· ― [[συντυγχάνω]], [[συμπίπτω]], [[μήπως]] συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι, «συμπέσειαν καὶ συγκρούσειαν ἐν τῇ ὁδῷ οἱ μονώνυχες ἵπποι» (Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 435· [[οὕτως]] ἐπὶ πλοίων, Ἡρόδ. 8. 92· [[συντυγχάνω]], ἀπαντῶ τι δυσάρεστον, [[τῇδε]] συγκύρσαι τύχῃ Σοφ. Ο. Κ. 1404· κήτεσι πολλοῖς συγκεκυρηκέναι Διόδ. 17. 106· τραγικοῖς πάθεσι ὁ αὐτ. 20. 21· εἰς ἓν μοίρας ξυνέκυρσας, περικλείεσαι εἰς τὴν αὐτὴν μοῖραν, τύχην, Εὐρ. Ἀνδρ. 1172. 2) μετὰ μετοχ. ὡς τὸ [[τυγχάνω]]· συνέκυρσε θέων, συνέπεσε νὰ τρέχῃ, Ἐμπεδ. 260· εἰ συνεκύρησε... παραπεσοῦσα [[νηῦς]], ἂν κατὰ τύχην συνέπεσε..., Ἡρόδ. 8. 87. ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων καὶ συμβάντων, ὡς τὸ [[συμβαίνω]], κατὰ τύχην [[συμβαίνω]], ἢν δέ τι δεινὸν συγκύρσῃ Θέογν. 698Β· τάδε [[οἶδα]]... τοῖς ἐν Ἰταλίῃ συγκυρήσαντα Ἡρόδ. 4. 15· σ. μοι ἁδονὰ Εὐρ. Ἴων 1448· τίς τύχα μοι ξυγκυρήσει; ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 874· ἀπροσ., μετ’ ἀπαρ., συνεκύρησε γενέσθαι, συνέβη [[ὥστε]] νά..., Ἡρόδ. 9. 90· τὰ συγκυρήσαντα, ὅσα εἶχον συμβῆ, ὁ αὐτ. 1. 119· ὃ καὶ συνεκύρησε Πολύβ. 2. 65, 7, πρβλ. Διόδ. 1. 1· [[παρά]] τινος, ἐκ μέρους τινός, Διον. Ἁλ. 5. 56· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον Ἡρόδ. 9. 37. ΙΙΙ. ἐπὶ τόπων, [[γειτνιάζω]] [[πρός]] τινα, τινι Πολύβ. 3. 59, 7, κτλ.· πρὸς τόπον Πλουτ. Ἀριστείδ. 11.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> se trouver avec, se rencontrer par hasard ; avec un dat., rencontrer ; <i>fig.</i> rencontrer (une destinée, un sort, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> se rencontrer avec :<br /><b>1</b> <i>en parl. de lieux</i> atteindre à, toucher à, être contigu à, <i>dat. ou</i> [[πρός]] et l'acc.;<br /><b>2</b> <i>avec un suj. de chose</i> échoir, arriver : τινι à qqn ; • <i>impers.</i> συνεκύρησε avec l'inf., il arriva que.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κυρέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth