3,270,811
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0929.png Seite 929]] od. richtiger σταμίς, ίνος, ἡ, alles in die Höhe Stehende; bes. die Rippen od. Seitenbalken am Schiffe, die vom Kiel aus in die Höhe stchen, [[ἴκρια]] ἀραρὼν θαμέσι σταμίνεσσι, Bretter an die dicht neben einander stehenden Rippen fügend, Od. 5, 252; vgl. Poll. 1, 92; Moschio Ath. V, 206 f, wo σταμῖνας steht. – [Nach Drac. p. 83, 1 soll ι in den mehr als zweisylbigen Casus lang sein, wogegen die Stelle des Hom. spricht.] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0929.png Seite 929]] od. richtiger σταμίς, ίνος, ἡ, alles in die Höhe Stehende; bes. die Rippen od. Seitenbalken am Schiffe, die vom Kiel aus in die Höhe stchen, [[ἴκρια]] ἀραρὼν θαμέσι σταμίνεσσι, Bretter an die dicht neben einander stehenden Rippen fügend, Od. 5, 252; vgl. Poll. 1, 92; Moschio Ath. V, 206 f, wo σταμῖνας steht. – [Nach Drac. p. 83, 1 soll ι in den mehr als zweisylbigen Casus lang sein, wogegen die Stelle des Hom. spricht.] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>att. c.</i> [[σταμίς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στᾰμίν''': ἢ στᾰμίς, ὁ Ἐπικ. δοτ. πληθ. στᾰμῐνεσσι [[εἶναι]] ἡ μόνη ἐν χρήσει ἀπαντῶσα [[πτῶσις]]· (√ΣΤΑ, ἵστημι)· - ἐν τῷ πληθ., τὰ «πλευρὰ» τοῦ πλοίου, τὰ ξύλα [[ἅπερ]] ἐγείρονται [[ἑκατέρωθεν]] στηριζόμενα ἐπὶ τῆς τρόπιδος, Λατιν. stalumina, (ὀρθά ξύλα, [[οἷον]] στήμοσιν ἐοικότα Ἀρίσταρχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 724· ἴδε ἐν λέξ. [[ἴκρια]]), Ὀδ. Ε. 252, πρβλ. Νόνν. Δ. 40. 446, Πολυδ. Α΄, 92, Ἡσύχ.· - ὁ Ἀθήν. 207Β, [[ὅστις]] ποιεῖ τὴν λέξιν γέν. θηλ., φαίνεται ὅτι ὑπέλαβεν αὐτὴν ὡς σημαίνουσαν ὅ,τι καὶ [[ἐπηγκενίδες]], πλημμελῶς [[ὅμως]]. | |lstext='''στᾰμίν''': ἢ στᾰμίς, ὁ Ἐπικ. δοτ. πληθ. στᾰμῐνεσσι [[εἶναι]] ἡ μόνη ἐν χρήσει ἀπαντῶσα [[πτῶσις]]· (√ΣΤΑ, ἵστημι)· - ἐν τῷ πληθ., τὰ «πλευρὰ» τοῦ πλοίου, τὰ ξύλα [[ἅπερ]] ἐγείρονται [[ἑκατέρωθεν]] στηριζόμενα ἐπὶ τῆς τρόπιδος, Λατιν. stalumina, (ὀρθά ξύλα, [[οἷον]] στήμοσιν ἐοικότα Ἀρίσταρχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 724· ἴδε ἐν λέξ. [[ἴκρια]]), Ὀδ. Ε. 252, πρβλ. Νόνν. Δ. 40. 446, Πολυδ. Α΄, 92, Ἡσύχ.· - ὁ Ἀθήν. 207Β, [[ὅστις]] ποιεῖ τὴν λέξιν γέν. θηλ., φαίνεται ὅτι ὑπέλαβεν αὐτὴν ὡς σημαίνουσαν ὅ,τι καὶ [[ἐπηγκενίδες]], πλημμελῶς [[ὅμως]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |