Anonymous

συμπνίγω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0988.png Seite 988]] (s. [[πνίγω]]), durch Zusammendrücken ersticken, erwürgen, auch allgemeiner, bedrängen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0988.png Seite 988]] (s. [[πνίγω]]), durch Zusammendrücken ersticken, erwürgen, auch allgemeiner, bedrängen, Sp.
}}
{{bailly
|btext=étouffer, suffoquer <i>en parl. de la pression exercée par la foule</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πνίγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπνίγω''': [ῑ], [[πνίγω]], [[πιέζω]], ἰσχυρῶς [[συνθλίβω]], οἱ ὄχλοι συνέπνιγον (διάφ. γραφ. συνέθλιβον) αὐτὸν Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 42· συνέπνιξαν αὐτὸ (δηλ. τὸ [[σπέρμα]]), συνέθλιψαν καὶ ἐκώλυσαν τὴν αὔξησιν [[αὐτοῦ]], Εὐαγγ. κ. Μάρκ. 4. 7· ― μεταφ., ἡ [[ἀπάτη]] τοῦ πλούτου συμπνίγει τὸν λόγον Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 22, πρβλ. Λουκ. 8. 14. ― Παθ., δένδρα συμπνιγόμενα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 6.
|lstext='''συμπνίγω''': [ῑ], [[πνίγω]], [[πιέζω]], ἰσχυρῶς [[συνθλίβω]], οἱ ὄχλοι συνέπνιγον (διάφ. γραφ. συνέθλιβον) αὐτὸν Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 42· συνέπνιξαν αὐτὸ (δηλ. τὸ [[σπέρμα]]), συνέθλιψαν καὶ ἐκώλυσαν τὴν αὔξησιν [[αὐτοῦ]], Εὐαγγ. κ. Μάρκ. 4. 7· ― μεταφ., ἡ [[ἀπάτη]] τοῦ πλούτου συμπνίγει τὸν λόγον Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 22, πρβλ. Λουκ. 8. 14. ― Παθ., δένδρα συμπνιγόμενα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 6.
}}
{{bailly
|btext=étouffer, suffoquer <i>en parl. de la pression exercée par la foule</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πνίγω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR