Anonymous

συμπεριφορά: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "D.S." to "D.S."
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symperifora
|Transliteration C=symperifora
|Beta Code=sumperifora/
|Beta Code=sumperifora/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[intercourse]], [[companionship]], [[society]], <span class="bibl">Plb.5.26.15</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Hom.</span>p.21</span> O., <span class="bibl">D.S.3.64</span>: pl., [[social intercourse]], Phld. <span class="title">Ind.Sto.</span>3, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).178. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[accommodating temper]], [[indulgence]], [[complaisance]], <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>110.44</span> (ii B.C.), <span class="bibl">Plb.1.72.2</span>, <span class="bibl">23.2.10</span>, Plu. 2.124b, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1590.5</span> (iv A.D.); <b class="b3">ἡ τῶν νόμων σ</b>. Epicur.(?) <span class="title">Oxy.</span>215 ii7; κατὰ -ὰν λέγειν <span class="bibl">Phld.<span class="title">Piet.</span>115</span>; ἡ πρὸς τὰ τέκνα σ. καὶ ὁμόνοια <span class="title">OGI</span>308.17 (Hierapolis, ii B.C.); ὄχλων <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>6.200c</span>; <b class="b3">σ. ποιεῖσθαι Χρημάτων</b> to be indulgent in demanding repayment, <span class="title">IG</span>12(5).860.14 (Tenos, i B.C.).</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[intercourse]], [[companionship]], [[society]], Plb.5.26.15, Phld.''Hom.''p.21 O., [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.64: pl., [[social intercourse]], Phld. ''Ind.Sto.''3, ''Cat.Cod.Astr.''8(4).178.<br><span class="bld">2</span> [[accommodating temper]], [[indulgence]], [[complaisance]], ''UPZ''110.44 (ii B.C.), Plb.1.72.2, 23.2.10, Plu. 2.124b, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1590.5 (iv A.D.); <b class="b3">ἡ τῶν νόμων συμπεριφορά</b> Epicur.(?) ''Oxy.''215 ii7; κατὰ συμπεριφορὰν λέγειν Phld.''Piet.''115; ἡ πρὸς τὰ τέκνα συμπεριφορά καὶ ὁμόνοια ''OGI''308.17 (Hierapolis, ii B.C.); ὄχλων Jul.''Or.''6.200c; <b class="b3">συμπεριφοράν ποιεῖσθαι χρημάτων</b> to be [[indulgent]] in [[demand]]ing [[repayment]], ''IG''12(5).860.14 (Tenos, i B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0987.png Seite 987]] ἡ, Umgang, Begleitung, Pol. 5, 26, 15 u. öfter, u. a. Sp.; Gefälligkeit und Nachgiebigkeit gegen Einen, συγγνώμην τοῖς ἀπόροις ἢ συμπεριφορὰν οὐδ' ἡντινοῦν ἐπ' οὐδενὶ τῶν πραττομένων (Tribute) διδόντες, Pol. 1, 72, 2; συμπεριφορᾶς τυγχάνειν, 24, 2, 10; dah. = Schmeichelei; Sp. auch wie [[συνουσία]], Beischlaf, D. Sic. 3, 64.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0987.png Seite 987]] ἡ, [[Umgang]], [[Begleitung]], Pol. 5, 26, 15 u. öfter, u. a. Sp.; Gefälligkeit und Nachgiebigkeit gegen Einen, συγγνώμην τοῖς ἀπόροις ἢ συμπεριφορὰν οὐδ' ἡντινοῦν ἐπ' οὐδενὶ τῶν πραττομένων (Tribute) διδόντες, Pol. 1, 72, 2; συμπεριφορᾶς τυγχάνειν, 24, 2, 10; dah. = Schmeichelei; Sp. auch wie [[συνουσία]], Beischlaf, D. Sic. 3, 64.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />assiduité auprès de qqn ; liaison intime, relations ; débauche.<br />'''Étymologie:''' [[συμπεριφέρω]].
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />assiduité auprès de qqn ; liaison intime, relations ; débauche.<br />'''Étymologie:''' [[συμπεριφέρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμπεριφορά -ᾶς, ἡ [συμπεριφέρω] alleen plur. sociale contacten, omgang.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπεριφορά:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[общение]]: τῆς συμπεριφορᾶς μετέχειν Polyb. бывать в обществе;<br /><b class="num">2</b> [[сношение]], [[связь]] (ἡ πρὸς τὴν Ἣραν σ. Diod.);<br /><b class="num">3</b> [[снисхождение]]: συμπεριφορὰν ἐπί τινι [[διδόναι]] Polyb. оказывать снисхождение в чем-л.;<br /><b class="num">4</b> [[разгул]], [[попойка]] ([[οἴνωσις]] καὶ σ. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[συμπεριφέρὦ</i>, -<i>ομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τρόπος]] με τον οποίο συμπεριφέρεται [[κανείς]], [[διαγωγή]]<br /><b>2.</b> (βιολ.-ανθρωπολ.) [[κάθε]] παρατηρήσιμη [[ενέργεια]] ή [[απόκριση]] ενός οργανισμού, μιας ομάδας ή ενός ολόκληρου είδους στους παράγοντες του περιβάλλοντος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν έχει [[συμπεριφορά]]» — [[είναι]] [[ανάγωγος]], φέρεται άπρεπα<br />β) «αντικοινωνική [[συμπεριφορά]]»<br /><b>(κοινων.)</b> η [[συμπεριφορά]] ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων η οποία αντίκειται στα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου μιας συγκεκριμένης κοινωνίας ή διαταράσσει την [[ισορροπία]], τη [[συνοχή]] ή την επιβίωσή του<br />γ) «αποκλίνουσα [[συμπεριφορά]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> η [[συμπεριφορά]] ενός ατόμου ή οποία διαφέρει [[σημαντικά]] από τον [[μέσο]] όρο της συμπεριφοράς τών άλλων ατόμων, την κοινώς λεγόμενη φυσιολογική<br />δ) «έκτροπη κοινωνική [[συμπεριφορά]]» — η αποκλίνουσα [[συμπεριφορά]] η οποία αντίκειται στις κοινωνικές επιταγές και στους επικρατούντες ηθικούς κανόνες<br />ε) «[[θεραπεία]] συμπεριφοράς» ή «[[τροποποίηση]] συμπεριφοράς»<br /><b>(ψυχιατρ.)</b> το [[σύνολο]] τών θεραπευτικών τεχνικών οι οποίες βασίζονται στην [[εφαρμογή]] τών αρχών της μάθησης και προσανατολίζονται [[κυρίως]] [[προς]] το [[σύμπτωμα]] και λίγο ή [[καθόλου]] [[προς]] τις διαδικασίες του ασυνειδήτου<br />στ) «συλλογική [[συμπεριφορά]]»<br />(κοινων. ψυχολ.) [[συμπεριφορά]] που εκδηλώνει ένα [[σύνολο]] ατόμων και η οποία προκαλείται από το ίδιο [[ερέθισμα]] [[χωρίς]] να ελέγχεται από κανόνες, όπως [[είναι]] η βία στα γήπεδα, ο [[πανικός]] κ.ά.<br />ζ) «συμβατική [[συμπεριφορά]]»<br /><b>(κοινων.)</b> [[συμπεριφορά]] που υπαγορεύεται από τον τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς τον οποίο ακολουθεί [[κατά]] κανόνα το κοινωνικό [[σύνολο]]<br />η) «συμβολική [[συμπεριφορά]]»<br />(κοινων.-ανθρωπολ.) πράξεις ή [[διαγωγή]], που, [[πάντα]] ή σε ειδικές περιπτώσεις, έχουν μια ειδική [[σημασία]], όπως λ.χ. όταν κάνει [[κανείς]] το [[σημείο]] του σταυρού, ανάβει [[κερί]] ή γονατίζει όταν μπει σε [[εκκλησία]]<br />θ) «[[διαταραχή]] συμπεριφοράς»<br /><b>(ψυχιατρ.)</b> ψυχική [[διαταραχή]] ή ψυχολογικό [[πρόβλημα]] που εκδηλώνεται ουσιαστικά στο επίπεδο τών παρατηρήσιμων τύπων συμπεριφοράς<br />ι) «[[έλεγχος]] συμπεριφοράς»<br /><b>(ψυχιατρ.)</b> [[διαμόρφωση]] της συμπεριφοράς ενός ατόμου με τη [[βοήθεια]] της πειθούς, τών φαρμάκων ή άλλων μέσων<br />ια) «επιστήμες συμπεριφοράς» — επιστήμες που έχουν ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] τών ανθρώπινων πράξεων, όπως [[είναι]] η [[κοινωνιολογία]], η [[ψυχολογία]], η κοινωνική [[ανθρωπολογία]], η πολιτιστική [[ανθρωπολογία]] κ.ά.<br />ιβ) «[[συμπεριφορά]] του ανθρώπου»<br /><b>(ψυχολ.)</b> η εκδηλούμενη και δυνητική [[ικανότητα]] για [[δραστηριότητα]] στη [[φυσική]], στη διανοητική και στην κοινωνική [[σφαίρα]] της ζωής του ανθρώπου, η οποία αποτελεί [[αντικείμενο]] έρευνας της σύγχρονης ψυχολογίας<br />ιγ) «[[συμπεριφορά]] τών ζώων»<br /><b>βιολ.</b> [[κάθε]] [[δραστηριότητα]] ενός ολοκληρωμένου ζωικού οργανισμού<br />ιδ) «[[ενστικτώδης]] [[συμπεριφορά]]»<br /><b>βιολ.</b> κληρονομική, [[συνήθως]], [[συμπεριφορά]] που επηρεάζεται ελάχιστα από τις εμπειρίες [[κάθε]] ατόμου και αποτελεί [[ακολουθία]] πολύπλοκων πράξεων οι οποίες διατρέχουν μια καθορισμένη [[πορεία]]<br />ιε) «τροφική [[συμπεριφορά]]»<br /><b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών κινήσεων που κάνει το ζώο για τη [[λήψη]] της τροφής του<br />ιστ) «αναπαραγωγική [[συμπεριφορά]]» — τα γεγονότα και οι δραστηριότητες που υπεισέρχονται άμεσα στη [[διαδικασία]] με την οποία [[ένας]] [[οργανισμός]] αναπαράγεται<br />ιζ) «προγαμιαία [[συμπεριφορά]]»<br /><b>βιολ.</b> πράξεις που έχουν σκοπό την [[υπερκέραση]] της εχθρότητας και, γενικά, τών δυσκολιών [[ανάμεσα]] σε μελλοντικούς σεξουαλικούς συντρόφους [[πριν]] από τη σύζευξή τους<br />ιη) «αλτρουιστική [[συμπεριφορά]]»<br /><b>βιολ.</b> [[συμπεριφορά]] [[κατά]] την οποία ένα ζώο ξοδεύει [[μέρος]] της ενέργειάς του για να βοηθήσει ένα [[άλλο]], [[χωρίς]] το ίδιο να ευνοείται άμεσα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχέση]], [[συναναστροφή]]<br /><b>2.</b> [[συνουσία]]<br /><b>3.</b> [[ενδοτικότητα]], [[υποχωρητικότητα]] («συγγνώμην δὲ τοῖς ἀπόροις ἢ συμπεριφορὰν οὐδ' ἡντινοῦν ἐπ' οὐδενὶ τῶν πραττομένων διδόντες», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προσήνεια]]<br /><b>5.</b> [[επιείκεια]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «συμπεριφορὰν ποιοῦμαι χρημάτων» — [[είμαι]] [[ενδοτικός]] σε ό,τι αφορά την [[απαίτηση]] πληρωμής <b>επιγρ.</b>.
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[συμπεριφέρω]], [[συμπεριφέρομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τρόπος]] με τον οποίο συμπεριφέρεται [[κανείς]], [[διαγωγή]]<br /><b>2.</b> (βιολ.-ανθρωπολ.) [[κάθε]] παρατηρήσιμη [[ενέργεια]] ή [[απόκριση]] ενός οργανισμού, μιας ομάδας ή ενός ολόκληρου είδους στους παράγοντες του περιβάλλοντος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν έχει [[συμπεριφορά]]» — [[είναι]] [[ανάγωγος]], φέρεται άπρεπα<br />β) «αντικοινωνική [[συμπεριφορά]]»<br /><b>(κοινων.)</b> η [[συμπεριφορά]] ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων η οποία αντίκειται στα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου μιας συγκεκριμένης κοινωνίας ή διαταράσσει την [[ισορροπία]], τη [[συνοχή]] ή την επιβίωσή του<br />γ) «αποκλίνουσα [[συμπεριφορά]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> η [[συμπεριφορά]] ενός ατόμου ή οποία διαφέρει [[σημαντικά]] από τον [[μέσο]] όρο της συμπεριφοράς τών άλλων ατόμων, την κοινώς λεγόμενη φυσιολογική<br />δ) «έκτροπη κοινωνική [[συμπεριφορά]]» — η αποκλίνουσα [[συμπεριφορά]] η οποία αντίκειται στις κοινωνικές επιταγές και στους επικρατούντες ηθικούς κανόνες<br />ε) «[[θεραπεία]] συμπεριφοράς» ή «[[τροποποίηση]] συμπεριφοράς»<br /><b>(ψυχιατρ.)</b> το [[σύνολο]] τών θεραπευτικών τεχνικών οι οποίες βασίζονται στην [[εφαρμογή]] τών αρχών της μάθησης και προσανατολίζονται [[κυρίως]] [[προς]] το [[σύμπτωμα]] και λίγο ή [[καθόλου]] [[προς]] τις διαδικασίες του ασυνειδήτου<br />στ) «συλλογική [[συμπεριφορά]]»<br />(κοινων. ψυχολ.) [[συμπεριφορά]] που εκδηλώνει ένα [[σύνολο]] ατόμων και η οποία προκαλείται από το ίδιο [[ερέθισμα]] [[χωρίς]] να ελέγχεται από κανόνες, όπως [[είναι]] η βία στα γήπεδα, ο [[πανικός]] κ.ά.<br />ζ) «συμβατική [[συμπεριφορά]]»<br /><b>(κοινων.)</b> [[συμπεριφορά]] που υπαγορεύεται από τον τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς τον οποίο ακολουθεί [[κατά]] κανόνα το κοινωνικό [[σύνολο]]<br />η) «συμβολική [[συμπεριφορά]]»<br />(κοινων.-ανθρωπολ.) πράξεις ή [[διαγωγή]], που, [[πάντα]] ή σε ειδικές περιπτώσεις, έχουν μια ειδική [[σημασία]], όπως λ.χ. όταν κάνει [[κανείς]] το [[σημείο]] του σταυρού, ανάβει [[κερί]] ή γονατίζει όταν μπει σε [[εκκλησία]]<br />θ) «[[διαταραχή]] συμπεριφοράς»<br /><b>(ψυχιατρ.)</b> ψυχική [[διαταραχή]] ή ψυχολογικό [[πρόβλημα]] που εκδηλώνεται ουσιαστικά στο επίπεδο τών παρατηρήσιμων τύπων συμπεριφοράς<br />ι) «[[έλεγχος]] συμπεριφοράς»<br /><b>(ψυχιατρ.)</b> [[διαμόρφωση]] της συμπεριφοράς ενός ατόμου με τη [[βοήθεια]] της πειθούς, τών φαρμάκων ή άλλων μέσων<br />ια) «επιστήμες συμπεριφοράς» — επιστήμες που έχουν ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] τών ανθρώπινων πράξεων, όπως [[είναι]] η [[κοινωνιολογία]], η [[ψυχολογία]], η κοινωνική [[ανθρωπολογία]], η πολιτιστική [[ανθρωπολογία]] κ.ά.<br />ιβ) «[[συμπεριφορά]] του ανθρώπου»<br /><b>(ψυχολ.)</b> η εκδηλούμενη και δυνητική [[ικανότητα]] για [[δραστηριότητα]] στη [[φυσική]], στη διανοητική και στην κοινωνική [[σφαίρα]] της ζωής του ανθρώπου, η οποία αποτελεί [[αντικείμενο]] έρευνας της σύγχρονης ψυχολογίας<br />ιγ) «[[συμπεριφορά]] τών ζώων»<br /><b>βιολ.</b> [[κάθε]] [[δραστηριότητα]] ενός ολοκληρωμένου ζωικού οργανισμού<br />ιδ) «[[ενστικτώδης]] [[συμπεριφορά]]»<br /><b>βιολ.</b> κληρονομική, [[συνήθως]], [[συμπεριφορά]] που επηρεάζεται ελάχιστα από τις εμπειρίες [[κάθε]] ατόμου και αποτελεί [[ακολουθία]] πολύπλοκων πράξεων οι οποίες διατρέχουν μια καθορισμένη [[πορεία]]<br />ιε) «τροφική [[συμπεριφορά]]»<br /><b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών κινήσεων που κάνει το ζώο για τη [[λήψη]] της τροφής του<br />ιστ) «αναπαραγωγική [[συμπεριφορά]]» — τα γεγονότα και οι δραστηριότητες που υπεισέρχονται άμεσα στη [[διαδικασία]] με την οποία [[ένας]] [[οργανισμός]] αναπαράγεται<br />ιζ) «προγαμιαία [[συμπεριφορά]]»<br /><b>βιολ.</b> πράξεις που έχουν σκοπό την [[υπερκέραση]] της εχθρότητας και, γενικά, τών δυσκολιών [[ανάμεσα]] σε μελλοντικούς σεξουαλικούς συντρόφους [[πριν]] από τη σύζευξή τους<br />ιη) «αλτρουιστική [[συμπεριφορά]]»<br /><b>βιολ.</b> [[συμπεριφορά]] [[κατά]] την οποία ένα ζώο ξοδεύει [[μέρος]] της ενέργειάς του για να βοηθήσει ένα [[άλλο]], [[χωρίς]] το ίδιο να ευνοείται άμεσα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχέση]], [[συναναστροφή]]<br /><b>2.</b> [[συνουσία]]<br /><b>3.</b> [[ενδοτικότητα]], [[υποχωρητικότητα]] («συγγνώμην δὲ τοῖς ἀπόροις ἢ συμπεριφορὰν οὐδ' ἡντινοῦν ἐπ' οὐδενὶ τῶν πραττομένων διδόντες», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προσήνεια]]<br /><b>5.</b> [[επιείκεια]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «συμπεριφορὰν ποιοῦμαι χρημάτων» — [[είμαι]] [[ενδοτικός]] σε ό,τι αφορά την [[απαίτηση]] πληρωμής <b>επιγρ.</b>.
}}
}}
{{elru
{{trml
|elrutext='''συμπεριφορά:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[общение]]: τῆς συμπεριφορᾶς μετέχειν Polyb. бывать в обществе;<br /><b class="num">2)</b> [[сношение]], [[связь]] (ἡ πρὸς τὴν Ἣραν σ. Diod.);<br /><b class="num">3)</b> [[снисхождение]]: συμπεριφορὰν ἐπί τινι [[διδόναι]] Polyb. оказывать снисхождение в чем-л.;<br /><b class="num">4)</b> [[разгул]], [[попойка]] ([[οἴνωσις]] καὶ σ. Plut.).
|trtx====[[retinue]]===
}}
Armenian: շքախումբ; Bulgarian: свита; Catalan: seguici; Chinese Mandarin: 随从,随员; Dutch: [[gevolg]], [[hofhouding]], [[hofstoet]]; Esperanto: akompanantaro; Finnish: seurue; French: [[retenue]], [[suite]]; Greek: [[ακολουθία]], [[συνοδεία]], [[κουστωδία]]; Ancient Greek: [[ἀμφί]], [[ἀποσκευή]], [[ἀκολουθία]], [[θεραπεία]], [[θεραπηΐη]], [[παραδρομή]], [[συμπεριφορά]], [[τὸ ὑπηρετούμενον]], [[ὑπηρεσία]]; Irish: cóisir; Italian: [[seguito]]; Latin: [[comitatus]]; Maori: apataki, hikuroa, hikuhiku; Marathi: लवाजमा; Middle English: retenue, hird, meyne; Polish: świta, asysta, asystencja; Portuguese: [[séquito]]; Russian: [[свита]]; Sanskrit: पटल; Serbo-Croatian: svita; Spanish: [[acompañamiento]], [[comitiva]], [[séquito]]; Swedish: följe, uppvaktning; Telugu: పరివారము; Ukrainian: почет, свита; Welsh: nifer; Middle Welsh: niuer, yniuer
{{elnl
|elnltext=συμπεριφορά -ᾶς, [συμπεριφέρω] alleen plur. sociale contacten, omgang.
}}
}}