Anonymous

συμμανθάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0980.png Seite 980]] (s. [[μανθάνω]]), mit od. zugleich lernen mit Einem; Soph. Ai. 856 κοὐδεὶς ἐπίσταταί με συμμαθεῖν [[τόπος]], wo es fälschlich für [[συνδιδάσκω]] genommen wird; ἡδὺ [[πόμα]] συμμαθόντι, Xen. An. 4, 5, 27, wenn man sich daran gewöhnt hat, wie Suid. erkl. συνεθισθέντι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0980.png Seite 980]] (s. [[μανθάνω]]), mit od. zugleich lernen mit Einem; Soph. Ai. 856 κοὐδεὶς ἐπίσταταί με συμμαθεῖν [[τόπος]], wo es fälschlich für [[συνδιδάσκω]] genommen wird; ἡδὺ [[πόμα]] συμμαθόντι, Xen. An. 4, 5, 27, wenn man sich daran gewöhnt hat, wie Suid. erkl. συνεθισθέντι.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> s'instruire <i>ou</i> apprendre avec;<br /><b>2</b> s'habituer à.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μανθάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμανθάνω''': [[μανθάνω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, [[μετέχω]] ἐν τῇ μαθήσει ἢ ἐν τῇ γνώσει, τινὶ Ξεν. Συμπ. 2, 21· ὁ συμμαθών, ὁ ἐθισθεὶς εἴς τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 27· ― ἐν Σοφ. Αἴ. 869 τὸ συμμαθεῖν ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. διὰ τοῦ διδάξαι, [[ὅπερ]] δεικνύει ὅτι ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ἐφθαρμένη· ὁ Elmsl. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ [[ὥστε]] με σ., [[ὥστε]] νὰ συμμετάσχω τῆς γνώσεως, νὰ μάθω τὸ μυστικόν, ὁ δὲ Jebb προτείνει ἀντὶ τοῦ συμμαθεῖν τὸ συνναίειν, ἴδε σημ. [[αὐτοῦ]] ἐν τόπῳ.
|lstext='''συμμανθάνω''': [[μανθάνω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, [[μετέχω]] ἐν τῇ μαθήσει ἢ ἐν τῇ γνώσει, τινὶ Ξεν. Συμπ. 2, 21· ὁ συμμαθών, ὁ ἐθισθεὶς εἴς τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 27· ― ἐν Σοφ. Αἴ. 869 τὸ συμμαθεῖν ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. διὰ τοῦ διδάξαι, [[ὅπερ]] δεικνύει ὅτι ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ἐφθαρμένη· ὁ Elmsl. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ [[ὥστε]] με σ., [[ὥστε]] νὰ συμμετάσχω τῆς γνώσεως, νὰ μάθω τὸ μυστικόν, ὁ δὲ Jebb προτείνει ἀντὶ τοῦ συμμαθεῖν τὸ συνναίειν, ἴδε σημ. [[αὐτοῦ]] ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> s'instruire <i>ou</i> apprendre avec;<br /><b>2</b> s'habituer à.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μανθάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml