3,270,341
edits
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0983.png Seite 983]] ές, mitleidend, mitempfindend, gleiche Stimmung od Leidenschaft habend; Arist. physiogn. 4; συμπαθέστερος, Plat. com. fr. inc. 19; συμπαθέστατος, Arist. partt. an. 2, 7, mitleidig, συμπαθεῖς ποιεῖν τοὺς ἀναγιγνώσκοντας τοῖς λεγομένοις, Pol. 2, 56, 7, vgl. 10, 14, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0983.png Seite 983]] ές, mitleidend, mitempfindend, gleiche Stimmung od Leidenschaft habend; Arist. physiogn. 4; συμπαθέστερος, Plat. com. fr. inc. 19; συμπαθέστατος, Arist. partt. an. 2, 7, mitleidig, συμπαθεῖς ποιεῖν τοὺς ἀναγιγνώσκοντας τοῖς λεγομένοις, Pol. 2, 56, 7, vgl. 10, 14, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>I. 1</b> qui prend sa part de la souffrance d'autrui, qui éprouve de la compassion, de la sympathie;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> qui éprouve les mêmes sentiments que, τινι;<br /><b>II.</b> qui excite la compassion, la sympathie.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πάθος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπᾰθής''': -ές, ὁ ὑπὸ ὁμοίων αἰσθημάτων κατεχόμενος, συμπαθῶν [[πρός]] τινα, [[συμπαθητικός]], οὐδεὶς ὁμαίμου συμπαθέστερος φίλος Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 19· [[νεῦρα]] ἀλλήλοις σ. Ἀνθ. Π. 11. 352· σ. ἐστι ὁ ἀκροατὴς τῷ ᾄδοντι Ἀριστ. Προβλ. 19. 40, πρβλ. Πολ. 8. 5, 13· ἡ [[ψυχή]] τε καὶ τὸ [[σῶμα]] συμπαθῆ ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 4, 2· ἀπολ., συμπαθέστατον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 19. 2) ὁ διεγείρων συμπάθειαν, Διον. Ἁλ. 2. 45. ΙΙ. Ἐπίρρ. -θῶς, ἐν συμπαθείᾳ, τῇ σελήνῃ Στράβ. 173· σ. ἔχειν [[πρός]] τινα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 10, 5· συμπαθέστερον ἐρᾶσθαι Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 163, πρβλ. Πλούτ. 2. 3C· συμπαθέστατα Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2167d. | |lstext='''συμπᾰθής''': -ές, ὁ ὑπὸ ὁμοίων αἰσθημάτων κατεχόμενος, συμπαθῶν [[πρός]] τινα, [[συμπαθητικός]], οὐδεὶς ὁμαίμου συμπαθέστερος φίλος Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 19· [[νεῦρα]] ἀλλήλοις σ. Ἀνθ. Π. 11. 352· σ. ἐστι ὁ ἀκροατὴς τῷ ᾄδοντι Ἀριστ. Προβλ. 19. 40, πρβλ. Πολ. 8. 5, 13· ἡ [[ψυχή]] τε καὶ τὸ [[σῶμα]] συμπαθῆ ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 4, 2· ἀπολ., συμπαθέστατον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 19. 2) ὁ διεγείρων συμπάθειαν, Διον. Ἁλ. 2. 45. ΙΙ. Ἐπίρρ. -θῶς, ἐν συμπαθείᾳ, τῇ σελήνῃ Στράβ. 173· σ. ἔχειν [[πρός]] τινα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 10, 5· συμπαθέστερον ἐρᾶσθαι Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 163, πρβλ. Πλούτ. 2. 3C· συμπαθέστατα Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2167d. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |