Anonymous

συναμπέχω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0999.png Seite 999]] (s. ἔχω, [[ἀμπέχω]]), mit, zugleich umgeben, umhüllen, bedecken, ἦ πού τι [[σεμνόν]] ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις; Aesch. Prom. 519.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0999.png Seite 999]] (s. ἔχω, [[ἀμπέχω]]), mit, zugleich umgeben, umhüllen, bedecken, ἦ πού τι [[σεμνόν]] ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις; Aesch. Prom. 519.
}}
{{bailly
|btext=envelopper entièrement, cacher.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀμπέχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συναμπέχω''': καὶ -ίσχω, [[περικαλύπτω]] στενῶς ἢ [[ὁμοῦ]], [[περικαλύπτω]], [[περιτυλίσσω]], ἦ πού τι [[σεμνόν]] ἐστιν ὃ ξυναμπέχειν Αἰσχύλ. Πρ. 521. ― Μέσ., τί συναμπίσχει κόρας; διὰ τί καλύπτεις τοὺς ὀφθαλμούς σου; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1111.
|lstext='''συναμπέχω''': καὶ -ίσχω, [[περικαλύπτω]] στενῶς ἢ [[ὁμοῦ]], [[περικαλύπτω]], [[περιτυλίσσω]], ἦ πού τι [[σεμνόν]] ἐστιν ὃ ξυναμπέχειν Αἰσχύλ. Πρ. 521. ― Μέσ., τί συναμπίσχει κόρας; διὰ τί καλύπτεις τοὺς ὀφθαλμούς σου; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1111.
}}
{{bailly
|btext=envelopper entièrement, cacher.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀμπέχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml