Anonymous

συναπόλλυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1002.png Seite 1002]] (s. [[ὄλλυμι]]), mit od. zugleich vernichten, tödten; Her. 7, 221; aor., Antiph. 5, 82; Thuc. 2, 60. – Med. mit umkommen, sterben, τοῖς κακοῖς συναπόλλυσθαι, Plat. Lys. 221 b Critia 121 a; Lys. 12, 88; Dem. 59, 95.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1002.png Seite 1002]] (s. [[ὄλλυμι]]), mit od. zugleich vernichten, tödten; Her. 7, 221; aor., Antiph. 5, 82; Thuc. 2, 60. – Med. mit umkommen, sterben, τοῖς κακοῖς συναπόλλυσθαι, Plat. Lys. 221 b Critia 121 a; Lys. 12, 88; Dem. 59, 95.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> συναπώλεσα;<br />perdre, faire périr <i>ou</i> détruire avec soi : τινα qqn ; τινί [[τι]] une chose avec une autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> συναπόλλυμαι (<i>ao.2</i> συναπωλόμην) être perdu <i>ou</i> périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπόλλυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συναπόλλῡμι''': ἀπολλύω, [[καταστρέφω]] [[ὁμοῦ]], μετά τινος Ἀντιφῶν 139. 7· σ. τοὺς φίλους, [[καταστρέφω]] τοὺς φίλους μου μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], Θουκ. 6. 12· συνηγόρους καλεῖν τοὺς συναπολοῦντάς τινα Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 15· σ. τὰ χρήματα, χάνω ὁμοίως καὶ τὰ χρήματα, Δημ. 907. 14· τινί τι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 38. ― Παθ., ἀπόλλυμαι, καταστρέφομαι [[ὁμοῦ]], Θουκ. 2. 60, Λυσί. 128. 20· τινι, μετά τινος, Ἡρόδ. 7. 221, Πλάτ. Κριτί. 121Α.
|lstext='''συναπόλλῡμι''': ἀπολλύω, [[καταστρέφω]] [[ὁμοῦ]], μετά τινος Ἀντιφῶν 139. 7· σ. τοὺς φίλους, [[καταστρέφω]] τοὺς φίλους μου μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], Θουκ. 6. 12· συνηγόρους καλεῖν τοὺς συναπολοῦντάς τινα Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 15· σ. τὰ χρήματα, χάνω ὁμοίως καὶ τὰ χρήματα, Δημ. 907. 14· τινί τι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 38. ― Παθ., ἀπόλλυμαι, καταστρέφομαι [[ὁμοῦ]], Θουκ. 2. 60, Λυσί. 128. 20· τινι, μετά τινος, Ἡρόδ. 7. 221, Πλάτ. Κριτί. 121Α.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> συναπώλεσα;<br />perdre, faire périr <i>ou</i> détruire avec soi : τινα qqn ; τινί [[τι]] une chose avec une autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> συναπόλλυμαι (<i>ao.2</i> συναπωλόμην) être perdu <i>ou</i> périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπόλλυμι]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR