3,274,313
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1045.png Seite 1045]] ἡ, das Zusammendrehen, -drängen, -ziehen, Plat. Polit. 282 e, das Sammeln, Vereinigen. Bes. das Zusammengedrängte, Versammelte, dichte Masse, Volkshaufe, Kriegsschaar, Her. 7, 9, 1; νεῶν, Pol. 4, 34, 6; – ἀνέμου, Wirbelwind, ὄμβρου, Platzregen, ib. 3, 74, 5; [[ἐξαίσιος]] συστροφὴ κατὰ τὸν ἀέρα, 11, 24, 9; ὑδάτων, Strudel. – Bei den Medic., wie Hippocr., Anhäufung ausgetretener Säfte, Geschwulst. – Übertr., τῆς λέξεως, die abgerundete, bündige Kürze des Ausdrucks, D. Hal. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1045.png Seite 1045]] ἡ, das Zusammendrehen, -drängen, -ziehen, Plat. Polit. 282 e, das Sammeln, Vereinigen. Bes. das Zusammengedrängte, Versammelte, dichte Masse, Volkshaufe, Kriegsschaar, Her. 7, 9, 1; νεῶν, Pol. 4, 34, 6; – ἀνέμου, Wirbelwind, ὄμβρου, Platzregen, ib. 3, 74, 5; [[ἐξαίσιος]] συστροφὴ κατὰ τὸν ἀέρα, 11, 24, 9; ὑδάτων, Strudel. – Bei den Medic., wie Hippocr., Anhäufung ausgetretener Säfte, Geschwulst. – Übertr., τῆς λέξεως, die abgerundete, bündige Kürze des Ausdrucks, D. Hal. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />troupe d'hommes, <i>particul.</i> troupe de soldats.<br />'''Étymologie:''' [[συστρέφω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συστροφή''': ἡ, στρίψιμον, ὅσα δέ γε αὖ τὴν μὲν συστροφὴν χαύνην λαμβάνει, ὅσα δὲ [[πάλιν]] στρήφονται ἐλαφρά, ἐπὶ νημάτων, ἰδίως τῆς κρόκης, Πλάτ. Πολιτικ. 282Ε. 2) [[περιστροφή]], Πλούτ. 2. 89. Ε. 3) συμπύκνωσις, [[πυκνότης]], Ἀριστ. Προβλ. 34. 7. 4) μεταφορ., ἐπὶ ὕφους, [[βραχύτης]], [[συντομία]], βραχυλοχία, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18, π. Θουκ. 53. ΙΙ. τὸ διὰ συστροφῆς εἰς ἕνα ὄγκον σχηματιζόμενον, πυκνὸς [[ὄγκος]], ὡς τὸ [[σύστρεμμα]]· ὄθεν, 1) [[συνάθροισις]], [[συναγωγή]], πλήθεος σ. Ἡρόδ. 7. 9, 2· [[συνάθροισις]] στασιαστική, [[ὄχλος]], Πολύβ. 4. 34, 6· διελέγοντο πρὸς ἀλλήλους κατὰ συστροφάς, καθ’ ὁμάδας, Διον. Ἁλ. 5. 31, κλπ.· μετὰ συστροφῆς, ἐν πυκνῇ παρατάξει, Διόδ. 11. 8· - [[ὡσαύτως]], [[σμῆνος]] μελισσῶν, Ἑβδ. (διάφ. γρ. ἐν Κριτ. ΙΔ΄, 9)· [[πλῆθος]] πτηνῶν, Ἀρτεμίδ. 2. 20· - ἄλλων πραγμάτων [[πλῆθος]], σ. δρυῶν Δίων Χρυσ. σ. 61. 2) ἐπὶ συσσωρεύσεως νοσηρᾶς ὕλης ἐν τῷ σώματι, ἐπὶ φυμάτων, Ἱππ. π. Ἀρθρ. 807· αἱ περὶ τοὺς κονδύλους σ., ἐπὶ ὀστεωδῶν συγκρίσεων, Διοσκ. 1. 35· σ. νεύρων, συμπλοκὴ νεύρων ἢ τενόντων, περιπλοκὴ αὐτῶν, ὁ αὐτ.· [[οἴδημα]], [[πρῆσμα]], Γαλην. Λεξ. Ἱππ., πρβλ. Πλούτ. 2. 664F. 3) [[γόγγρος]], ῥόζος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2, 3, 5. 1. 4) [[συστροφή]], μετὰ τῆς γεν. ὄμβρου ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς αἰφνιδίως ἐπερχομένη [[ἄφθονος]] [[βροχή]], Πολύβ. 3. 74, 5, 11. 24, 9· οὕτω, σ. ἀνέμου, πνεύματος, ἀνεμοστρόβιλος Φρύν. 176, Ἑβδ. (Ὠσηὲ Δ΄, 19)· νεφελώδεις σ. Κλήμ. Ἀλεξ. 789. 30 - μεταφορ., αἱ συσ. τῶν παθῶν [[αὐτόθι]]. - Πρβλ. [[συστρέφω]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους. | |lstext='''συστροφή''': ἡ, στρίψιμον, ὅσα δέ γε αὖ τὴν μὲν συστροφὴν χαύνην λαμβάνει, ὅσα δὲ [[πάλιν]] στρήφονται ἐλαφρά, ἐπὶ νημάτων, ἰδίως τῆς κρόκης, Πλάτ. Πολιτικ. 282Ε. 2) [[περιστροφή]], Πλούτ. 2. 89. Ε. 3) συμπύκνωσις, [[πυκνότης]], Ἀριστ. Προβλ. 34. 7. 4) μεταφορ., ἐπὶ ὕφους, [[βραχύτης]], [[συντομία]], βραχυλοχία, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18, π. Θουκ. 53. ΙΙ. τὸ διὰ συστροφῆς εἰς ἕνα ὄγκον σχηματιζόμενον, πυκνὸς [[ὄγκος]], ὡς τὸ [[σύστρεμμα]]· ὄθεν, 1) [[συνάθροισις]], [[συναγωγή]], πλήθεος σ. Ἡρόδ. 7. 9, 2· [[συνάθροισις]] στασιαστική, [[ὄχλος]], Πολύβ. 4. 34, 6· διελέγοντο πρὸς ἀλλήλους κατὰ συστροφάς, καθ’ ὁμάδας, Διον. Ἁλ. 5. 31, κλπ.· μετὰ συστροφῆς, ἐν πυκνῇ παρατάξει, Διόδ. 11. 8· - [[ὡσαύτως]], [[σμῆνος]] μελισσῶν, Ἑβδ. (διάφ. γρ. ἐν Κριτ. ΙΔ΄, 9)· [[πλῆθος]] πτηνῶν, Ἀρτεμίδ. 2. 20· - ἄλλων πραγμάτων [[πλῆθος]], σ. δρυῶν Δίων Χρυσ. σ. 61. 2) ἐπὶ συσσωρεύσεως νοσηρᾶς ὕλης ἐν τῷ σώματι, ἐπὶ φυμάτων, Ἱππ. π. Ἀρθρ. 807· αἱ περὶ τοὺς κονδύλους σ., ἐπὶ ὀστεωδῶν συγκρίσεων, Διοσκ. 1. 35· σ. νεύρων, συμπλοκὴ νεύρων ἢ τενόντων, περιπλοκὴ αὐτῶν, ὁ αὐτ.· [[οἴδημα]], [[πρῆσμα]], Γαλην. Λεξ. Ἱππ., πρβλ. Πλούτ. 2. 664F. 3) [[γόγγρος]], ῥόζος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2, 3, 5. 1. 4) [[συστροφή]], μετὰ τῆς γεν. ὄμβρου ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς αἰφνιδίως ἐπερχομένη [[ἄφθονος]] [[βροχή]], Πολύβ. 3. 74, 5, 11. 24, 9· οὕτω, σ. ἀνέμου, πνεύματος, ἀνεμοστρόβιλος Φρύν. 176, Ἑβδ. (Ὠσηὲ Δ΄, 19)· νεφελώδεις σ. Κλήμ. Ἀλεξ. 789. 30 - μεταφορ., αἱ συσ. τῶν παθῶν [[αὐτόθι]]. - Πρβλ. [[συστρέφω]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |