Anonymous

σχίζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1056.png Seite 1056]] (scindo, <b class="b2">scheiden), spalten</b>, zerspalten, zersplittern, Od. 4, 507; zerreißen, Hes. Sc. 428; [[νῶτον]] γᾶς, Pind. P. 4, 228; σχίσσεν κεραυνῷ Ζεὺς χθόνα, N. 9, 24; übh. scheiden, theilen, zertheilen, zerlegen, zerschneiden, trennen, sondern; H. h. Merc. 128; Aesch. Ag. 699; σχίζουσι [[κάρα]] φονίῳ πελέκει, Soph. El. 99; u. in Prosa: [[Νεῖλος]] μέσην Αἴγυπτον σχίζων, Her. 2, 17; u. ebendaselbst pass., [[Νεῖλος]] σχίζεται τριφασίας ὁδούς, er spaltet sich in drei Wege, Arme; σχιζομένη [[ὁδός]], 7, 31, wie περὶ ὃ σχίζεται τὸ τοῦ Νείλου [[ῥεῦμα]], Plat. Tim. 21 e; σχίζεται εἰς δύο μέρη ἡ [[ῥύσις]] τοῦ ποταμοῦ, Pol. 2, 16, 11; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο, das Heer theilte sich, Her. 8, 34; u. übertr., ἐσχίζοντό σφεων αἱ γνῶμαι, ihre Meinungen theilten sich, 7, 219; κατὰ [[μῆκος]] σχίσας, Plat. Tim. 36 b; ἑκάτερον τῶν σχισθέντων, Polit. 263 a; τὸ [[γάλα]], die Milch gerinnen machen, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1056.png Seite 1056]] (scindo, <b class="b2">scheiden), spalten</b>, zerspalten, zersplittern, Od. 4, 507; zerreißen, Hes. Sc. 428; [[νῶτον]] γᾶς, Pind. P. 4, 228; σχίσσεν κεραυνῷ Ζεὺς χθόνα, N. 9, 24; übh. scheiden, theilen, zertheilen, zerlegen, zerschneiden, trennen, sondern; H. h. Merc. 128; Aesch. Ag. 699; σχίζουσι [[κάρα]] φονίῳ πελέκει, Soph. El. 99; u. in Prosa: [[Νεῖλος]] μέσην Αἴγυπτον σχίζων, Her. 2, 17; u. ebendaselbst pass., [[Νεῖλος]] σχίζεται τριφασίας ὁδούς, er spaltet sich in drei Wege, Arme; σχιζομένη [[ὁδός]], 7, 31, wie περὶ ὃ σχίζεται τὸ τοῦ Νείλου [[ῥεῦμα]], Plat. Tim. 21 e; σχίζεται εἰς δύο μέρη ἡ [[ῥύσις]] τοῦ ποταμοῦ, Pol. 2, 16, 11; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο, das Heer theilte sich, Her. 8, 34; u. übertr., ἐσχίζοντό σφεων αἱ γνῶμαι, ihre Meinungen theilten sich, 7, 219; κατὰ [[μῆκος]] σχίσας, Plat. Tim. 36 b; ἑκάτερον τῶν σχισθέντων, Polit. 263 a; τὸ [[γάλα]], die Milch gerinnen machen, Diosc.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> σχίσω, <i>ao.</i> ἔσχισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐσχίσθην, <i>pf.</i> ἔσχισμαι;<br />fendre, séparer en fendant :<br /><b>1</b> <i>avec idée de violence</i> [[κάρα]] πελέκει SOPH fendre la tête d'un coup de hache ; ξύλα XÉN fendre du bois;<br /><b>2</b> <i>sans idée de violence</i> fendre, séparer, partager en deux : [[Νεῖλος]] σχίζει μέσην Αἴγυπτον HDT le Nil partage l'Égypte en deux moitiés ; <i>Pass.</i> se fendre, se séparer, se diviser <i>en parl. d'une route, etc.</i> ; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο HDT l'armée se divisa ; <i>fig.</i> ἐσχίζοντό σφεων [[αἱ]] γνῶμαι HDT leurs opinions se partageaient, ils étaient divisés dans leurs décisions.<br />'''Étymologie:''' R. Σχιδ, fendre ; cf. <i>lat.</i> scindo, caedo.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σχίζω''': μέλλ. -ίσω [ῐ]· Ἐπικ. ἀόρ. σχίσσα. ― Παθητ., πρκμ. ἔσχισμαι. (Ἐκ τῆς √ΣΚΙΔ ἢ ΣΧΙΔ παράγονται καὶ τὰ σχίδη, σχίδαξ, σχίζα, σχινδάλαμος ἢ σκινδαλμός· ἐν τῇ Σανσκρ. τὸ s ἐξαφανίζεται, ΄khid, ΄khinad-mi, ΄khind-âmi (discerpo)· Λατ. scind-o, scid-i, caed-o, cecid-i· Γοτθ. skaid-a ([[χωρίζω]])· Ἀρχ. Σκανδιν. skid (hgnum fi sum)· Ἀρχ. Γερμαν. sceit (discissio) Λιθ. skëdz-u (dividere).) Ὡς καὶ νῦν, [[σχίζω]], [[χωρίζω]] (πρβλ. [[ἀποσχίζω]]), ῥινὸν ὀνύχεσσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 428· ἔσχισε [[δώδεκα]] μοίρας, δηλ. διῄρεσεν εἰς [[δώδεκα]] μέρη, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 128· σχ. [[νῶτον]] γαίας, ἐπὶ τοῦ ἀρότρου, Πινδ. Π. 4. 406· σχίσσε κεραυνῷ [[Ζεύς|Ζεὺς]] χθόνα ὁ αὐτ. ἐν Ν. 9. 59· ποδὶ γᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 148 [[κάρα]] πελέκει Σοφ. Ἠλ. 99· [[μάλιστα]] ἐπὶ ξύλου, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 12, κτλ.· ― ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, σχ. περὶ πρωΐαν τὰ κύματα Σιμωνίδ. 32· [[ἀλλά]], [[πρῷρα]] σχ. τὸ [[κῦμα]] Λουκ. Ἔρωτ. 6· [[θάλασσα]] σχ. νῆα, κατασυντρίβει αὐτήν, Ἀνθ. Π. 9. 40· ― σχ. ὑποδήματα, [[κόπτω]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νευρορραφεῖν, Ξενοφ. Κύρ. 8. 2, 5, πρβλ. [[πρόσχισμα]]. 2) [[καθόλου]], [[διαχωρίζω]], [[διατέμνω]], [[Νεῖλος]] μέσην Αἴγυπτον σχίζων Ἡρόδ. 2. 17, πρβλ. 4. 49· σχ. διχῇ Πλάτ. Σοφ. 264Ε· κατὰ [[μῆκος]] ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 36Β· σχ. τὰς φλέβας, διαιρῶ αὐτάς, [[αὐτόθι]] 77D. ― Παθ., σχισθέντα Αἰσχύλ. Ἀγ. 623 φλὲψ σχιζομένη Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· ἐσχίσθη ὁ ποταμὸς Ἡρόδ. 1. 75· [[Νεῖλος]] σχίζεται τριφασίας ὁδούς, διαιρεῖται εἰς [[τρία]] μέρη, εἰς [[τρία]] ῥεύματα, ὁ αὐτ. 2. 17, πρβλ. 15· (οὕτω, ὁ [[λύχνος]] ἔσχισται διδύμην φλόγα Ἀνθολ. Π. 12. 199)· περὶ ὃ σχίζεται τὸ τοῦ Νείλου [[ῥεῦμα]] Πλάτ. Τίμ. 2 Ε· σχιζομένη ὁδὸς Ἡρόδ. 7. 31· ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο, διῃρεῖτο, ὁ αὐτ. 8. 34· ἐσχίζοντο [[σφέων]] αἱ γνῶμαι, διῃροῦντο, ὁ αὐτ. 7. 219, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 4, 59· ― ἐπὶ τῶν πτερύγων πτηνοῦ (πρβλ. [[σχιζόπτερος]]), Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 3, 2· ἐπὶ ποδῶν ὧν οἱ δάκτυλοί εἰσι κεχωρισμένοι (πρβλ. [[σχιζόπους]]), ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 6 καὶ ἐπὶ διαφόρων μερῶν τοῦ σώματος, [[αὐτόθι]] 1. 16, 12., 2. 17. 2, κ. ἀλλ. ― ἀποχωρίζομαι ὡς [[κλάδος]] [[ἰδιαίτερος]], ἀπὸ τοῦ στελέχους Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 9· φύλλα ἐσχισμένα εἰς ε΄ μοίρας Διοσκ. 4. 41. 3) [[σχίζω]] [[γάλα]], [[κάμνω]] τὸ [[γάλα]] νὰ πήξῃ καὶ διαχωρισθῇ [[χωρίζω]] τὴν τυρώδη οὐσίαν ἀπὸ τοῦ ὀροῦ, Διοσκ. 2. 77· οὕτω, [[γάλα]] σχιστὸν [[αὐτόθι]], πρβλ. [[σχίσις]] 2. ― Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σ. 196.
|lstext='''σχίζω''': μέλλ. -ίσω [ῐ]· Ἐπικ. ἀόρ. σχίσσα. ― Παθητ., πρκμ. ἔσχισμαι. (Ἐκ τῆς √ΣΚΙΔ ἢ ΣΧΙΔ παράγονται καὶ τὰ σχίδη, σχίδαξ, σχίζα, σχινδάλαμος ἢ σκινδαλμός· ἐν τῇ Σανσκρ. τὸ s ἐξαφανίζεται, ΄khid, ΄khinad-mi, ΄khind-âmi (discerpo)· Λατ. scind-o, scid-i, caed-o, cecid-i· Γοτθ. skaid-a ([[χωρίζω]])· Ἀρχ. Σκανδιν. skid (hgnum fi sum)· Ἀρχ. Γερμαν. sceit (discissio) Λιθ. skëdz-u (dividere).) Ὡς καὶ νῦν, [[σχίζω]], [[χωρίζω]] (πρβλ. [[ἀποσχίζω]]), ῥινὸν ὀνύχεσσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 428· ἔσχισε [[δώδεκα]] μοίρας, δηλ. διῄρεσεν εἰς [[δώδεκα]] μέρη, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 128· σχ. [[νῶτον]] γαίας, ἐπὶ τοῦ ἀρότρου, Πινδ. Π. 4. 406· σχίσσε κεραυνῷ [[Ζεύς|Ζεὺς]] χθόνα ὁ αὐτ. ἐν Ν. 9. 59· ποδὶ γᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 148 [[κάρα]] πελέκει Σοφ. Ἠλ. 99· [[μάλιστα]] ἐπὶ ξύλου, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 12, κτλ.· ― ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, σχ. περὶ πρωΐαν τὰ κύματα Σιμωνίδ. 32· [[ἀλλά]], [[πρῷρα]] σχ. τὸ [[κῦμα]] Λουκ. Ἔρωτ. 6· [[θάλασσα]] σχ. νῆα, κατασυντρίβει αὐτήν, Ἀνθ. Π. 9. 40· ― σχ. ὑποδήματα, [[κόπτω]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νευρορραφεῖν, Ξενοφ. Κύρ. 8. 2, 5, πρβλ. [[πρόσχισμα]]. 2) [[καθόλου]], [[διαχωρίζω]], [[διατέμνω]], [[Νεῖλος]] μέσην Αἴγυπτον σχίζων Ἡρόδ. 2. 17, πρβλ. 4. 49· σχ. διχῇ Πλάτ. Σοφ. 264Ε· κατὰ [[μῆκος]] ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 36Β· σχ. τὰς φλέβας, διαιρῶ αὐτάς, [[αὐτόθι]] 77D. ― Παθ., σχισθέντα Αἰσχύλ. Ἀγ. 623 φλὲψ σχιζομένη Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· ἐσχίσθη ὁ ποταμὸς Ἡρόδ. 1. 75· [[Νεῖλος]] σχίζεται τριφασίας ὁδούς, διαιρεῖται εἰς [[τρία]] μέρη, εἰς [[τρία]] ῥεύματα, ὁ αὐτ. 2. 17, πρβλ. 15· (οὕτω, ὁ [[λύχνος]] ἔσχισται διδύμην φλόγα Ἀνθολ. Π. 12. 199)· περὶ ὃ σχίζεται τὸ τοῦ Νείλου [[ῥεῦμα]] Πλάτ. Τίμ. 2 Ε· σχιζομένη ὁδὸς Ἡρόδ. 7. 31· ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο, διῃρεῖτο, ὁ αὐτ. 8. 34· ἐσχίζοντο [[σφέων]] αἱ γνῶμαι, διῃροῦντο, ὁ αὐτ. 7. 219, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 4, 59· ― ἐπὶ τῶν πτερύγων πτηνοῦ (πρβλ. [[σχιζόπτερος]]), Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 3, 2· ἐπὶ ποδῶν ὧν οἱ δάκτυλοί εἰσι κεχωρισμένοι (πρβλ. [[σχιζόπους]]), ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 6 καὶ ἐπὶ διαφόρων μερῶν τοῦ σώματος, [[αὐτόθι]] 1. 16, 12., 2. 17. 2, κ. ἀλλ. ― ἀποχωρίζομαι ὡς [[κλάδος]] [[ἰδιαίτερος]], ἀπὸ τοῦ στελέχους Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 9· φύλλα ἐσχισμένα εἰς ε΄ μοίρας Διοσκ. 4. 41. 3) [[σχίζω]] [[γάλα]], [[κάμνω]] τὸ [[γάλα]] νὰ πήξῃ καὶ διαχωρισθῇ [[χωρίζω]] τὴν τυρώδη οὐσίαν ἀπὸ τοῦ ὀροῦ, Διοσκ. 2. 77· οὕτω, [[γάλα]] σχιστὸν [[αὐτόθι]], πρβλ. [[σχίσις]] 2. ― Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σ. 196.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> σχίσω, <i>ao.</i> ἔσχισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐσχίσθην, <i>pf.</i> ἔσχισμαι;<br />fendre, séparer en fendant :<br /><b>1</b> <i>avec idée de violence</i> [[κάρα]] πελέκει SOPH fendre la tête d'un coup de hache ; ξύλα XÉN fendre du bois;<br /><b>2</b> <i>sans idée de violence</i> fendre, séparer, partager en deux : [[Νεῖλος]] σχίζει μέσην Αἴγυπτον HDT le Nil partage l'Égypte en deux moitiés ; <i>Pass.</i> se fendre, se séparer, se diviser <i>en parl. d'une route, etc.</i> ; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο HDT l'armée se divisa ; <i>fig.</i> ἐσχίζοντό σφεων [[αἱ]] γνῶμαι HDT leurs opinions se partageaient, ils étaient divisés dans leurs décisions.<br />'''Étymologie:''' R. Σχιδ, fendre ; cf. <i>lat.</i> scindo, caedo.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth