Anonymous

συναπτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1003.png Seite 1003]] ή, όν, verbindend, anknüpfend, [[σύνδεσμος]], Plut. de εἰ ap. Delph. 6; adv. συναπτικῶς, = [[εὐθέως]], [[ἄφαρ]], Schol. Od. 2, 169.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1003.png Seite 1003]] ή, όν, verbindend, anknüpfend, [[σύνδεσμος]], Plut. de εἰ ap. Delph. 6; adv. συναπτικῶς, = [[εὐθέως]], [[ἄφαρ]], Schol. Od. 2, 169.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de marquer la connexion ; <i>t. de gramm.</i> συναπτικὸς συνδεσμός PLUT conjonction marquant la connexion, <i>c.</i> [[εἰ]], [[εἴπερ]], <i>etc. ; t. de gramm.</i> corrélatif.<br />'''Étymologie:''' [[συνάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συναπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς σύναψιν, [[συνδετικός]], [[συμπλεκτικός]], σ. [[σύνδεσμος]] ἢ μόνον ὁ σ., [[σύνδεσμος]] [[συμπλεκτικός]], Πλούτ. 2. 385Ε, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 501. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 189· διάφ. γραφὴ ἀντὶ συναπτῶς, Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169.
|lstext='''συναπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς σύναψιν, [[συνδετικός]], [[συμπλεκτικός]], σ. [[σύνδεσμος]] ἢ μόνον ὁ σ., [[σύνδεσμος]] [[συμπλεκτικός]], Πλούτ. 2. 385Ε, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 501. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 189· διάφ. γραφὴ ἀντὶ συναπτῶς, Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de marquer la connexion ; <i>t. de gramm.</i> συναπτικὸς συνδεσμός PLUT conjonction marquant la connexion, <i>c.</i> [[εἰ]], [[εἴπερ]], <i>etc. ; t. de gramm.</i> corrélatif.<br />'''Étymologie:''' [[συνάπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml