3,277,719
edits
m (Text replacement - "c’e" to "c'e") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1055.png Seite 1055]] bei den Att. auch zweier Endgn, Eur. I. T. 651, eigtl. von ἔχω, [[σχεῖν]], wie die Alten schon erklären: [[σχετικός]], [[καρτερικός]], der Etwas aushält od. unternimmt, thatkräftig, verwegen, nicht nachgebend, immer mit dem Nebenbegriffe des Übermäßigen, Ungeheuren, Schrecklichen, staunend u. gew. tadelnd; als Beiwort des Zeus, grausam, verderblich, Il. 2, 112. 9, 19 Od. 3, 161; des Kronos, Hes. Th. 488; der Götter übh., Il. 24, 33 Od. 5, 168; des Schlafes, der zum Unglücke gereicht, 10, 69; häufig von gewaltig starken Menschen, die von ihrer Kraft einen für Andere verderblichen Gebrauch machen, bes. auch kampflustig sind, wie der Kyklop, Achilleus, Diomedes, Hektor, Il. 5, 403. 9, 630. 16, 203. 17, 150. 18, 13. 22, 41. 86 Od. 9, 351. 478. 11, 474. 12, 21. 116. 279. 13, 293. 20, 45; das fem. σχετλίη Il. 3, 414 Od. 23, 150, als Beiwort der Eris bei Hes. O. 15 Sc. 149, im plur. Od. 4, 729. Auch Nestor heißt [[σχέτλιος]], wegen seiner unermüdlichen Thätigkeit, Il. 10, 164, wo als Erklärung dabeisteht σὺ μὲν πόνου [[οὔποτε]] λήγεις, also nicht der elende, unglückliche, wie man hier u. Il. 18, 13 meint; vgl. noch Od. 12, 279, [[σχέτλιος]] εἶς, Ὀδυσεῦ, πέρι τοι [[μένος]], [[οὐδέ]] τι γυῖα κάμνεις· ἦ ῥά νυ σοίγε σιδήρεα πάντα τέτυκται, und, wo die frevelnde Verwegenheit geschildert wird, [[σχέτλιος]], οὐδὲ θεῶν ὄπιν ᾐδέσατο, 21, 28. Vgl. auch Soph. Ant. 47 Phil. 369 Eur. Alc. 827 El. 1152. – Oefter von wilden Thieren, Her. 3, 108. – Von Sachen ist in der Il. das Wort gar nicht gebraucht, in der Od. u. bei Hes. σχέτλια ἔργα, frevelhafte, entsetzliche, grausame Thaten, Od. 9, 295, als Ggstz von [[δίκη]] u. αἴσιμα ἔργα 14, 83; gleichbedeutend mit ἀτασθαλίαι, 22, 413; σχέτλια ἔργα auch Her. 6, 138; σχέτλια λέγειν καὶ ὑπερφυῆ, Plat. Gorg. 467 b; σχετλιώτατον [[ἔργον]], Lys. 13, 93, vgl. Dem. Lpt. 156, 24. 31. – Bei den Att. gew. [[unglücklich]]: Aesch. Prom. 647 u. a. Tragg.; auch πόνοι, Eur. El. 120; κακοῖς σχετλίοις ἐλαύνομαι, Andr. 31; ὦ σχέτλια παθών, 1180; σχέτλια [[πέπονθα]] πράγματα, Ar. Plut. 826, u. öfter; u. in Prosa, Her. 3, 155 u. A.; Dem. 19, 16 vrbdt σχ. καὶ [[ἀναιδής]]. – [Σχέτλιος fängt bei Hom. fast immer den Vers an; σχετλίη in der Mitte des Verses, Il. 3, 414, hat die erste Sylbe kurz; sonst steht nur noch das neutr. in der Mitte, Od. 14, 83. 22, 413.] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1055.png Seite 1055]] bei den Att. auch zweier Endgn, Eur. I. T. 651, eigtl. von ἔχω, [[σχεῖν]], wie die Alten schon erklären: [[σχετικός]], [[καρτερικός]], der Etwas aushält od. unternimmt, thatkräftig, verwegen, nicht nachgebend, immer mit dem Nebenbegriffe des Übermäßigen, Ungeheuren, Schrecklichen, staunend u. gew. tadelnd; als Beiwort des Zeus, grausam, verderblich, Il. 2, 112. 9, 19 Od. 3, 161; des Kronos, Hes. Th. 488; der Götter übh., Il. 24, 33 Od. 5, 168; des Schlafes, der zum Unglücke gereicht, 10, 69; häufig von gewaltig starken Menschen, die von ihrer Kraft einen für Andere verderblichen Gebrauch machen, bes. auch kampflustig sind, wie der Kyklop, Achilleus, Diomedes, Hektor, Il. 5, 403. 9, 630. 16, 203. 17, 150. 18, 13. 22, 41. 86 Od. 9, 351. 478. 11, 474. 12, 21. 116. 279. 13, 293. 20, 45; das fem. σχετλίη Il. 3, 414 Od. 23, 150, als Beiwort der Eris bei Hes. O. 15 Sc. 149, im plur. Od. 4, 729. Auch Nestor heißt [[σχέτλιος]], wegen seiner unermüdlichen Thätigkeit, Il. 10, 164, wo als Erklärung dabeisteht σὺ μὲν πόνου [[οὔποτε]] λήγεις, also nicht der elende, unglückliche, wie man hier u. Il. 18, 13 meint; vgl. noch Od. 12, 279, [[σχέτλιος]] εἶς, Ὀδυσεῦ, πέρι τοι [[μένος]], [[οὐδέ]] τι γυῖα κάμνεις· ἦ ῥά νυ σοίγε σιδήρεα πάντα τέτυκται, und, wo die frevelnde Verwegenheit geschildert wird, [[σχέτλιος]], οὐδὲ θεῶν ὄπιν ᾐδέσατο, 21, 28. Vgl. auch Soph. Ant. 47 Phil. 369 Eur. Alc. 827 El. 1152. – Oefter von wilden Thieren, Her. 3, 108. – Von Sachen ist in der Il. das Wort gar nicht gebraucht, in der Od. u. bei Hes. σχέτλια ἔργα, frevelhafte, entsetzliche, grausame Thaten, Od. 9, 295, als Ggstz von [[δίκη]] u. αἴσιμα ἔργα 14, 83; gleichbedeutend mit ἀτασθαλίαι, 22, 413; σχέτλια ἔργα auch Her. 6, 138; σχέτλια λέγειν καὶ ὑπερφυῆ, Plat. Gorg. 467 b; σχετλιώτατον [[ἔργον]], Lys. 13, 93, vgl. Dem. Lpt. 156, 24. 31. – Bei den Att. gew. [[unglücklich]]: Aesch. Prom. 647 u. a. Tragg.; auch πόνοι, Eur. El. 120; κακοῖς σχετλίοις ἐλαύνομαι, Andr. 31; ὦ σχέτλια παθών, 1180; σχέτλια [[πέπονθα]] πράγματα, Ar. Plut. 826, u. öfter; u. in Prosa, Her. 3, 155 u. A.; Dem. 19, 16 vrbdt σχ. καὶ [[ἀναιδής]]. – [Σχέτλιος fängt bei Hom. fast immer den Vers an; σχετλίη in der Mitte des Verses, Il. 3, 414, hat die erste Sylbe kurz; sonst steht nur noch das neutr. in der Mitte, Od. 14, 83. 22, 413.] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui cause du mal ; cruel, funeste, pernicieux : σχέτλιον [[πάθημα]] XÉN souffrance terrible ; ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον ISOCR et le plus terrible <i>ou</i> le plus effroyable de tout ; σχέτλια [[γάρ]] <i>avec une</i> prop. inf. SOPH car c'est chose terrible que;<br /><b>2</b> malheureux, infortuné, misérable;<br /><i>Sp.</i> σχετλιώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[σχεῖν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχέτλιος''': -α, -ον, σχετλίη Ἰλ. Γ. 414, Ὀδ. Ψ. 150 σχέτλιαι Δ. 729· σπανίως [[σχέτλιος]], ον Εὐρ. Ι. Τ. 651· (σχεθεῖν, ἀόρ. β΄ τοῦ ἔχω). Ι. ἐπὶ προσώπων, [[κυρίως]], [[καρτερικός]], [[ἀνένδοτος]], [[ἀκατάβλητος]], ἀλλὰ καὶ συμπαθείας τινὸς [[ἄξιος]], σχ. ἐσσι, γεραιέ· σὺ μὲν πόνου οὔποτε λήγεις Ἰλ. Κ. 164· σχ. εἰς, Ὀδυσεῦ· πέρι τοι [[μένος]], [[οὐδέ]] τι γυῖα κάμνεις Ὀδ. Μ. 279 [[ἀλλά]], 2) τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ μὴ ἀπεχόμενος πάσης βίας ἢ σκληρότητος, [[σκληρός]], [[ἀπάνθρωπος]], [[ἀνελεήμων]], [[παράτολμος]], παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ ἡρώων, [[οἷον]] τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Ι. 630., Π. 203· τοῦ Διομήδους, Ε. 403· τοῦ Ἕκτορος, Ρ. 150., Χ. 86· τοῦ Πατρόκλου, Σ. 13· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ι. 478., Λ. 474, κλπ.· ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, [[σχέτλιος]], οὐδὲ θεῶν ὅπιν ᾐδέσατο Φ. 28· ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Ι. 351, 478· ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Β. 112, Ὀδ. Γ. 161· ἐπὶ τῶν θεῶν [[καθόλου]], σχέτλιοί ἐστε, θεοὶ Ἰλ. Ω. 33, Ὀδ. Ε. 118· ἐπὶ τοῦ Κρόνου, Ἡσ. Θεογ. 488· ἐπὶ ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν [[καθόλου]], σχέτλιοι οἵ.. Ὀδ. Μ. 21, πρβλ. Δ. 729, κ. ἀλλ.· - οὕτω καὶ παρ’ Ἀττικ. ἐπὶ ἀνδρῶν, κακός, [[μοχθηρός]], σχετλιώτεροι ἢ ἀνομώτεροι Ἀντιφῶν 147. 3, πρβλ. Δημ. 874. 15· σχετλιώτατος Ἀνδοκ. 16. 24, Ἰσοκρ. 103Α, κλπ.· σχ. καὶ ἀναιδὴς Δημ. 346. 1, κλπ.· - ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, ὅσα σχέτλια καὶ ἀνιηρά, ἄγρια, Ἡρόδ. 3. 108. 3) ὡς τὸ [[τλήμων]], [[ἄθλιος]], [[δυστυχής]], [[ἐλεεινός]], Αἰσχύλ. Πρ. 644, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ.· συχν. μετὰ τῆς ἐννοίας περιφρονήσεως, ὦ σχετλιώτατε ἀνδρῶν, ὦ ἀθλιώτατε ἄνθρωπε! Ἡρόδ. 3. 155· ὦ σχέτλιε Σοφ. Φιλ. 369, 930, πρβλ. Ἀντ. 47, Εὐρ., κλπ.· [[ἐνίοτε]] μετὰ γεν., ὦ σχετλία τῶν πόνων, ἐξ αἰτίας τῶν δυστυχιῶν, Εὐρ. Ἑκ. 783, πρβλ. Ἄλκ. 741, Ἀνδρ. 1179. - Ἡ [[ἔννοια]] αὕτη τῆς ἀθλιότητος [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ. ἀπαντᾷ ἐν Ἰλ. Γ. 414., Σ. 13, πρέπει νὰ τηρηθῇ ἡ [[ἔννοια]] τοῦ ἀπερισκέπτου, ὁρμητικοῦ, παρατόλμου. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πρῶτον ἐν τῇ Ὀδ., σχ. [[ὕπνος]], σκληρὸς [[ὕπνος]], καθ’ ὃν κατέλιπον τὸν Ὀδυσσέα οἱ σύντροφοι [[αὐτοῦ]], Κ. 69· καὶ συχν. ἐν τῇ φράσει σχέτλια ἔργα, σκληρά, ἀπάνθρωπα, ἐλεεινά, ἀποτρόπαια ἔργα, Ι. 295· ἀντίθετον τῷ [[δίκη]] καὶ τῷ αἴσιμα ἔργα, Ξ. 83· ὡς = ἀτασθαλίαι, Χ. 413· [[οὕτως]], ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 236, Θεόγν. 731, Ἡροδ. 6. 138, Εὐρ. Κύκλ. 587, κλπ.· οὕτω καί, σχ. [[πέπονθα]] πράγματα Ἀριστοφ. Πλ. 856· τοῦτο δὴ τὸ σχ. [[πάθημα]] Ξεν. Ἀν. 6. 6, 30· - [[ὡσαύτως]] μόνον σχέτλια, σχέτλια παθεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 1074, Ἀριστοφ. Πλ. 856, κλπ.· σχ. λέγεις καὶ ὑπερφυῆ Πλάτ. Γοργ. 467Β· σχ. καὶ δεινὰ Ἀριστοφ. Βάτρ. 612· δεινὰ καὶ σχ. Ἰσοκρ. 378Α· σχέτλιον, ἀποτρόπαιον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 255· σχ. γε Ἀριστοφ. Λυσ. 498· ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Ἰσοκρ. 127D· [[ὡσαύτως]], σχέτλια [ἐστί], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Σοφ. Αἴ. 887. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. [[σχετλίως]], Ἰσοκρ. 390D· ὑπερθετ. -ιώτατα, σχετλιώτατα [[πρός]] γε πρᾶξιν (οὕτω τὰ Ἀντίγραφα) Σοφ. Τρ. 879 ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. [[χάριν]] τοῦ μέτρου σχετλίως τὰ [[πρός]] γε πρᾶξιν, ὁ δὲ Jebb: σχετλιώτατά γε πρὸς πρᾶξιν). [Ὁ Ὅμηρ. ἀείποτε θέτει τὸ [[σχέτλιος]] ἐμφαντικῶς ἐν ἀρχῇ τοῦ στίχου πλὴν [[ἅπαξ]] ἐν τῷ θηλ., Ἰλ. Γ. 414· καὶ δὶς ἐν τῷ οὐδετ., Ὀδ. Ξ. 83, Χ. 413. Ὅθεν παρ’ αὐτῷ ἡ α΄ συλλαβὴ [[εἶναι]] ἀείποτε μακρὰ πλὴν ἐν Ἰλ. Γ. 414, [[ἔνθα]] τὸ σχετλίη ἔχει τὴν α΄ συλλαβὴν βραχεῖαν, ὡς ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1179, Κύκλ. 587, κτλ., καὶ παρ’ Ἀριστοφ.]. | |lstext='''σχέτλιος''': -α, -ον, σχετλίη Ἰλ. Γ. 414, Ὀδ. Ψ. 150 σχέτλιαι Δ. 729· σπανίως [[σχέτλιος]], ον Εὐρ. Ι. Τ. 651· (σχεθεῖν, ἀόρ. β΄ τοῦ ἔχω). Ι. ἐπὶ προσώπων, [[κυρίως]], [[καρτερικός]], [[ἀνένδοτος]], [[ἀκατάβλητος]], ἀλλὰ καὶ συμπαθείας τινὸς [[ἄξιος]], σχ. ἐσσι, γεραιέ· σὺ μὲν πόνου οὔποτε λήγεις Ἰλ. Κ. 164· σχ. εἰς, Ὀδυσεῦ· πέρι τοι [[μένος]], [[οὐδέ]] τι γυῖα κάμνεις Ὀδ. Μ. 279 [[ἀλλά]], 2) τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ μὴ ἀπεχόμενος πάσης βίας ἢ σκληρότητος, [[σκληρός]], [[ἀπάνθρωπος]], [[ἀνελεήμων]], [[παράτολμος]], παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ ἡρώων, [[οἷον]] τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Ι. 630., Π. 203· τοῦ Διομήδους, Ε. 403· τοῦ Ἕκτορος, Ρ. 150., Χ. 86· τοῦ Πατρόκλου, Σ. 13· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ι. 478., Λ. 474, κλπ.· ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, [[σχέτλιος]], οὐδὲ θεῶν ὅπιν ᾐδέσατο Φ. 28· ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Ι. 351, 478· ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Β. 112, Ὀδ. Γ. 161· ἐπὶ τῶν θεῶν [[καθόλου]], σχέτλιοί ἐστε, θεοὶ Ἰλ. Ω. 33, Ὀδ. Ε. 118· ἐπὶ τοῦ Κρόνου, Ἡσ. Θεογ. 488· ἐπὶ ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν [[καθόλου]], σχέτλιοι οἵ.. Ὀδ. Μ. 21, πρβλ. Δ. 729, κ. ἀλλ.· - οὕτω καὶ παρ’ Ἀττικ. ἐπὶ ἀνδρῶν, κακός, [[μοχθηρός]], σχετλιώτεροι ἢ ἀνομώτεροι Ἀντιφῶν 147. 3, πρβλ. Δημ. 874. 15· σχετλιώτατος Ἀνδοκ. 16. 24, Ἰσοκρ. 103Α, κλπ.· σχ. καὶ ἀναιδὴς Δημ. 346. 1, κλπ.· - ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, ὅσα σχέτλια καὶ ἀνιηρά, ἄγρια, Ἡρόδ. 3. 108. 3) ὡς τὸ [[τλήμων]], [[ἄθλιος]], [[δυστυχής]], [[ἐλεεινός]], Αἰσχύλ. Πρ. 644, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ.· συχν. μετὰ τῆς ἐννοίας περιφρονήσεως, ὦ σχετλιώτατε ἀνδρῶν, ὦ ἀθλιώτατε ἄνθρωπε! Ἡρόδ. 3. 155· ὦ σχέτλιε Σοφ. Φιλ. 369, 930, πρβλ. Ἀντ. 47, Εὐρ., κλπ.· [[ἐνίοτε]] μετὰ γεν., ὦ σχετλία τῶν πόνων, ἐξ αἰτίας τῶν δυστυχιῶν, Εὐρ. Ἑκ. 783, πρβλ. Ἄλκ. 741, Ἀνδρ. 1179. - Ἡ [[ἔννοια]] αὕτη τῆς ἀθλιότητος [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ. ἀπαντᾷ ἐν Ἰλ. Γ. 414., Σ. 13, πρέπει νὰ τηρηθῇ ἡ [[ἔννοια]] τοῦ ἀπερισκέπτου, ὁρμητικοῦ, παρατόλμου. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πρῶτον ἐν τῇ Ὀδ., σχ. [[ὕπνος]], σκληρὸς [[ὕπνος]], καθ’ ὃν κατέλιπον τὸν Ὀδυσσέα οἱ σύντροφοι [[αὐτοῦ]], Κ. 69· καὶ συχν. ἐν τῇ φράσει σχέτλια ἔργα, σκληρά, ἀπάνθρωπα, ἐλεεινά, ἀποτρόπαια ἔργα, Ι. 295· ἀντίθετον τῷ [[δίκη]] καὶ τῷ αἴσιμα ἔργα, Ξ. 83· ὡς = ἀτασθαλίαι, Χ. 413· [[οὕτως]], ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 236, Θεόγν. 731, Ἡροδ. 6. 138, Εὐρ. Κύκλ. 587, κλπ.· οὕτω καί, σχ. [[πέπονθα]] πράγματα Ἀριστοφ. Πλ. 856· τοῦτο δὴ τὸ σχ. [[πάθημα]] Ξεν. Ἀν. 6. 6, 30· - [[ὡσαύτως]] μόνον σχέτλια, σχέτλια παθεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 1074, Ἀριστοφ. Πλ. 856, κλπ.· σχ. λέγεις καὶ ὑπερφυῆ Πλάτ. Γοργ. 467Β· σχ. καὶ δεινὰ Ἀριστοφ. Βάτρ. 612· δεινὰ καὶ σχ. Ἰσοκρ. 378Α· σχέτλιον, ἀποτρόπαιον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 255· σχ. γε Ἀριστοφ. Λυσ. 498· ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Ἰσοκρ. 127D· [[ὡσαύτως]], σχέτλια [ἐστί], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Σοφ. Αἴ. 887. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. [[σχετλίως]], Ἰσοκρ. 390D· ὑπερθετ. -ιώτατα, σχετλιώτατα [[πρός]] γε πρᾶξιν (οὕτω τὰ Ἀντίγραφα) Σοφ. Τρ. 879 ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. [[χάριν]] τοῦ μέτρου σχετλίως τὰ [[πρός]] γε πρᾶξιν, ὁ δὲ Jebb: σχετλιώτατά γε πρὸς πρᾶξιν). [Ὁ Ὅμηρ. ἀείποτε θέτει τὸ [[σχέτλιος]] ἐμφαντικῶς ἐν ἀρχῇ τοῦ στίχου πλὴν [[ἅπαξ]] ἐν τῷ θηλ., Ἰλ. Γ. 414· καὶ δὶς ἐν τῷ οὐδετ., Ὀδ. Ξ. 83, Χ. 413. Ὅθεν παρ’ αὐτῷ ἡ α΄ συλλαβὴ [[εἶναι]] ἀείποτε μακρὰ πλὴν ἐν Ἰλ. Γ. 414, [[ἔνθα]] τὸ σχετλίη ἔχει τὴν α΄ συλλαβὴν βραχεῖαν, ὡς ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1179, Κύκλ. 587, κτλ., καὶ παρ’ Ἀριστοφ.]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |