Anonymous

σύγκολλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] (durch Leim) fest verbunden; übertr., zusammenpassend, καὶ ταῦτ' ἔλεξας πάντα συγκόλλως [[ἐμοί]], Aesch. Suppl. 310; Ch. 535; συγκόλλως auch Aenigm. 8 (App. 117).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] (durch Leim) fest verbunden; übertr., zusammenpassend, καὶ ταῦτ' ἔλεξας πάντα συγκόλλως [[ἐμοί]], Aesch. Suppl. 310; Ch. 535; συγκόλλως auch Aenigm. 8 (App. 117).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />collé ensemble ; <i>fig.</i> qui s'accorde <i>ou</i> se rapporte exactement.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κόλλα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύγκολλος''': -ον, ([[κόλλα]]) συγκεκολλημένος, βάρη Νικ. Ἀποσπ. 9· ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἐπιρρ., συγκόλλως. [[συμφώνως]], ἐν συμφωνίᾳ [[πρός]]..., τινὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 310· σ. ἔχω, συμφωνῶ, συναινῶ, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 542· σ. κολλᾶν τι ἐπί τινι Ἀνθ. Π. παράρτ. 117· ― [[ὡσαύτως]] οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., [[λόγος]] σύγκολλα... τεκταίνεται Σοφ. Ἀποσπ. 746.
|lstext='''σύγκολλος''': -ον, ([[κόλλα]]) συγκεκολλημένος, βάρη Νικ. Ἀποσπ. 9· ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἐπιρρ., συγκόλλως. [[συμφώνως]], ἐν συμφωνίᾳ [[πρός]]..., τινὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 310· σ. ἔχω, συμφωνῶ, συναινῶ, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 542· σ. κολλᾶν τι ἐπί τινι Ἀνθ. Π. παράρτ. 117· ― [[ὡσαύτως]] οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., [[λόγος]] σύγκολλα... τεκταίνεται Σοφ. Ἀποσπ. 746.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />collé ensemble ; <i>fig.</i> qui s'accorde <i>ou</i> se rapporte exactement.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κόλλα]].
}}
}}
{{grml
{{grml