Anonymous

σῖτος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0886.png Seite 886]] ὁ, <b class="b2">Weizen, übh. Getreide, Korn</b>; im natürlichen Zustande, [[σῖτον]] καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται, Her. 4, 17; daher σίτου ἀκμάζοντος, Thuc. 2, 19; Xen. Hell. 1, 3, 4; σίτου συγκομιδῆς οὐσης, 7, 5, 14, u. ähnliche Zeitbestimmungen; περὶ τὴν τοῦ σίτου κάθαρσιν, Plat. Tim. 52 e; – zubereitet, Mehl, Brot, daher auch ganz im Allgemeinen, Kost, Nahrung, Soeise, Lebensmittel, oft bei Hom. u. Hes. u. in Prosa, durchgängig von menschlicher Nahrung, daher die Menschen ndh. [[σῖτον]] ἔδοντες heißen, Od. 8, 222. 9, 40. 10, 101; in der Regel von Nahrungsmitteln, welche aus Getreide bereitet sind, Brot, Graupen, Mehlspeisen, im Ggstz zum Fleische, [[σῖτος]] καὶ κρέα, 9, 8. 12, 19. 15, 334. 22, 21, Hes. sagt von Menschen, die im wilden Zustande Nichts als Fleisch essen, [[οὐδέ]] τι [[σῖτον]] ἔσθιον, O. 148, doch steht es auch in weitern Sinne übh. für Soeise, im Ggsg zum Tranke, [[σῖτος]] ήδὲ [[ποτής]], Od. 9, 87. 10, 58 ll. 19. 306, [[σῖτος]] καὶ [[οἶνος]], Od. 8, 479. 14. 46. 20, 312 u. öfter, [[σῖτος]] καὶ [[μέθυ]], 4, 746. 7, 265. 17, 533 u. sonst; σῖτα καὶ ποτά, Her. 5, 34. 65; [[σῖτον]] τακτὸν καὶ μεμαγμένον, Thuc. 4, 16; ἀληλεσμένον, 4, 26; πώματος ἢ σίτου δόσει, Plat. Legg. IX, 865 b; ὑπὸ σίτων καὶ ποτῶν, Prot. 353 c; neben [[οἶνος]] Xen. Cyr. 6, 2, 26; [[ποτόν]], 4, 2, 34; Od. 10, 235 steht es auch von dem [[κυκεών]], einem dicken breiartigen Tranke. – Im attischen Recht nach Harpocr. [[σῖτος]] καλεῖται ἡ διδομένη [[πρόσοδος]] εἰς τροφὴν ταῖς γυναιξὶν ἢ τοῖς ὀρφανοῖς; so [[σῖτον]] διδόναι, ἀποδιδόναι, Dem. 27. 15. 28, 11; also übh. Unterhalt; σίτου δίκην δικάζεσθαι, Is. 3, 9; σίτου δίκην [[λαχεῖν]] τινι, Dem. 59, 32; οἱ περὶ τὸν [[σῖτον]] ἀδικοῦντες, 24, 136 u. sonst, bezieht sich auf den unter strenger Aufsicht des Staates stehenden Getreidehandel. – Die Aerzte nennen auch die Überbleibsel und Abgänge genossener Speisen so, die Excremente, die auch σιτία heißen. – Der plur. σῖτα, der schon bei Her. 4, 128. 5, 34. 7, 21 vorkommt, ist bei den Attikern die gebräuchliche Form, aber ein sing. [[σῖτον]] existirt nicht, vgl. Porson Eur. Med. 994 u. Schaef. Soph. El. 1366.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0886.png Seite 886]] ὁ, <b class="b2">Weizen, übh. Getreide, Korn</b>; im natürlichen Zustande, [[σῖτον]] καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται, Her. 4, 17; daher σίτου ἀκμάζοντος, Thuc. 2, 19; Xen. Hell. 1, 3, 4; σίτου συγκομιδῆς οὐσης, 7, 5, 14, u. ähnliche Zeitbestimmungen; περὶ τὴν τοῦ σίτου κάθαρσιν, Plat. Tim. 52 e; – zubereitet, Mehl, Brot, daher auch ganz im Allgemeinen, Kost, Nahrung, Soeise, Lebensmittel, oft bei Hom. u. Hes. u. in Prosa, durchgängig von menschlicher Nahrung, daher die Menschen ndh. [[σῖτον]] ἔδοντες heißen, Od. 8, 222. 9, 40. 10, 101; in der Regel von Nahrungsmitteln, welche aus Getreide bereitet sind, Brot, Graupen, Mehlspeisen, im Ggstz zum Fleische, [[σῖτος]] καὶ κρέα, 9, 8. 12, 19. 15, 334. 22, 21, Hes. sagt von Menschen, die im wilden Zustande Nichts als Fleisch essen, [[οὐδέ]] τι [[σῖτον]] ἔσθιον, O. 148, doch steht es auch in weitern Sinne übh. für Soeise, im Ggsg zum Tranke, [[σῖτος]] ήδὲ [[ποτής]], Od. 9, 87. 10, 58 ll. 19. 306, [[σῖτος]] καὶ [[οἶνος]], Od. 8, 479. 14. 46. 20, 312 u. öfter, [[σῖτος]] καὶ [[μέθυ]], 4, 746. 7, 265. 17, 533 u. sonst; σῖτα καὶ ποτά, Her. 5, 34. 65; [[σῖτον]] τακτὸν καὶ μεμαγμένον, Thuc. 4, 16; ἀληλεσμένον, 4, 26; πώματος ἢ σίτου δόσει, Plat. Legg. IX, 865 b; ὑπὸ σίτων καὶ ποτῶν, Prot. 353 c; neben [[οἶνος]] Xen. Cyr. 6, 2, 26; [[ποτόν]], 4, 2, 34; Od. 10, 235 steht es auch von dem [[κυκεών]], einem dicken breiartigen Tranke. – Im attischen Recht nach Harpocr. [[σῖτος]] καλεῖται ἡ διδομένη [[πρόσοδος]] εἰς τροφὴν ταῖς γυναιξὶν ἢ τοῖς ὀρφανοῖς; so [[σῖτον]] διδόναι, ἀποδιδόναι, Dem. 27. 15. 28, 11; also übh. Unterhalt; σίτου δίκην δικάζεσθαι, Is. 3, 9; σίτου δίκην [[λαχεῖν]] τινι, Dem. 59, 32; οἱ περὶ τὸν [[σῖτον]] ἀδικοῦντες, 24, 136 u. sonst, bezieht sich auf den unter strenger Aufsicht des Staates stehenden Getreidehandel. – Die Aerzte nennen auch die Überbleibsel und Abgänge genossener Speisen so, die Excremente, die auch σιτία heißen. – Der plur. σῖτα, der schon bei Her. 4, 128. 5, 34. 7, 21 vorkommt, ist bei den Attikern die gebräuchliche Form, aber ein sing. [[σῖτον]] existirt nicht, vgl. Porson Eur. Med. 994 u. Schaef. Soph. El. 1366.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>pl. hétérog.</i> τὰ [[σῖτα]];<br />blé :<br /><b>1</b> blé dans l'état naturel ; blé moulu, farine ; pain : σῖτον ἔδειν OD manger du pain ; [[σῖτος]] μεμαγμένος THC farine pétrie, <i>càd</i> pain ; [[σῖτος]] [[ὀπτός]] HDT farine cuite, <i>càd</i> pain ; σῖτον ποιεῖν XÉN faire du pain;<br /><b>2</b> aliments solides <i>en gén.</i> ; nourriture, alimentation ; <i>fig. en parl. des semences qui sont comme une nourriture pour la terre</i>;<br /><b>3</b> <i>à Athènes</i> pension alimentaire : [[δίκη]] σίτου IS procès pour demande de pension alimentaire.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῖτος''': ὁ, ἑτερογεν. ἐν τῷ πληθ. [[σῖτα]], τά, Ἡρόδ. 4. 128., 5. 34, καὶ Ἀττ., πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 494˙- [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται οὐδ. ἑνικ. σῖτον καὶ ὁ ἀρσ. πληθ. σῖτοι, σίτους μόνον παρ’ Εὐστ. ἐν Πονηματ. 140. 77˙- [[ὄνομα]] περιλαμβάνον καὶ τὸ «σιτάρι» (πυρὸς) καὶ τὴν κριθήν˙ ἐν [Ἰθάκῃ] σ. [[ἀθέσφατος]] ἠδὲ καὶ [[οἶνος]] γίγνεται Ὀδ. Ν. 244˙ περὶ σίτου ἐκβολήν, κατὰ τὸν χρόνον, καθ’ ὃν ὁ [[σῖτος]] σχηματίζεται εἰς στάχυν, Θουκ. 4. 1˙ τοῦ σίτου ἀκμάζοντος, ὡριμάζοντος, ὁ αὐτ. 2. 19˙ σ. ἐν ἀκμῇ ἐστι ὁ αὐτ. 3, 1., 4. 2˙ τὸν νέον σ. σὺν τῇ καλάμῃ ἀποκείμενον Ξεν. Ἀν. 5. 4, 27˙ σ. ἀληλεσμένος, ἀπηλοημένος, ἀληλεσμένος, κοπανισμένος, Ἡρόδ. 7. 23, Θουκ. 4. 26, Δημ. 1040. 22˙ σῖτον εἰσάγειν Θουκ. 2. 6, κτλ.˙ σ. [[ἐπείσακτος]] Δημ. 254. 20˙ σίτου [[εἰσαγωγή]], ἐξαγωγὴ Ἀριστ. Ἀποσπ. 410, Ἠθικ. Ν. 5. 5, 13˙ συγκομιδὴ Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 14˙ πρβλ. [[σιτοφύλακες]]. 2) τροφὴ παρασκευαζομένη ἐκ σίτου, ἄρτος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἐκ κρέατος τροφήν, [[σῖτος]] καὶ κρέα Ὀδ. Ι. 9, Μ. 19, Ἡρόδ. 2. 168˙ σῖτον ἔδοντες, γενικὸν ἐπίθετον τῶν ἀνθρώπων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κτήνη, ὅσσοι νῦν βροτοί εἰσιν ἐπὶ χθονὶ σ. ἔδ Ὀδ. Θ. 222, πρβλ. Ι. 90˙ [[ἐντεῦθεν]] λέγεται ἐπὶ τῶν ἀγρίων, οἵτινες ἔτρωγον μόνον [[κρέας]], ὅτι [[οὐδέ]] τι σῖτον ἤσθιον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡσ. 145˙ καὶ πρὸς ἔνδειξιν ὅτι ἄνθρωποί τινες δὲν [[εἶναι]] [[ἄγριοι]] λέγεται ὅτι, σῖτον καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται Ἡρόδ. 4. 17˙ σωρὸν σίτου κεχυμένον ὁ αὐτ. 1. 22˙ οὕτω λέγεται ὅτι ὁ [[Παλαμήδης]] ἐδίδαξε τοὺς ἀνθρώπους σῖτον εἰδέναι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 181˙ πρβλ. [[σιτοφάγος]]˙ - [[ὡσαύτως]], ἐσθίειν ἐπὶ τῷ σίτῳ [[ὄψον]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 2˙ [[κάρδαμον]] ἔχειν ἐπὶ τῷ σίτῳ ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 2, 11˙ [[ὕδωρ]] πίνειν ἐπὶ τῷ σίτῳ [[αὐτόθι]] 6. 2, 27, πρβλ. Πλουτ. Θεμ. 29, πρὸς τὸ παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 328F. 3) ἐν εὐρυτέρᾳ σημασίᾳ, σίτοιο ἠδὲ ποτῆτος Ὀδ. Ι. 87, Ἰλ. Τ. 306˙ σ. καὶ [[οἶνος]] Ὀδ. Γ. 479, Ἰλ. Ι. 706˙ σ. καὶ [[μέθυ]] Ὀδ. Δ. 746, κτλ.˙ ἔτι καὶ ἐπὶ πόλτου ([[κυκεών]]), Κ. 235˙ οὕτω, [[σῖτα]] καὶ ποτὰ Ἡρόδ. 5. 34, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 27˙ σ. ποιεῖν καὶ [[οἶνον]] Πλάτ. Πολ. 372Α˙- [[καθόλου]], [[τροφή]], [[ἄκμηνος]] σίτοιο Ἰλ. Τ. 163, πρβλ. 166, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 181˙ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν [[ὕπνον]], [[σῖτος]] καὶ εὐνὴ Ὀδ. Υ. 130, Ἰλ. Ω. 129˙ [[ὕπνον]] καὶ σ. αἱρεῖσθαι Θουκ. 2. 75˙ ζωοτροφίαι, [[σῖτα]] ἀναιρέεσθαι Ἡρόδ. 4. 128˙ [[σῖτα]] καὶ [[νέας]] παρέχειν ὁ αὐτ. 7. 21˙ [[τριάκοντα]] ἡμερῶν σ. Συνθήκ. παρὰ Θουκ. 5. 47. 4) σπανίως ἐπὶ κτηνῶν, [[τροφή]], [[φορβή]], [[χόρτος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 602, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 383, Ξεν. Ἱππ. 4, 1˙- ἐπὶ τῆς γενικῆς ἐννοίας τροφὴ οἱ πεζογράφοι προτιμῶσι τὸν ὑποκοριστ. τύπον σιτία, τά. ΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, τὸ [[δημοσίᾳ]] παρεχόμενον [[μέρος]] σίτου εἰς τὰς χήρας καὶ τὰ ὀρφανά, σῖτον διδόναι, ἀποδιδόναι Δημ. 818. 6., 839. 4, Ἀριστ. Ἀποσπ. 384. 2) σίτου δίκαι, ἀγωγαὶ ἐν Ἀθήναις κατὰ τοὺς περὶ σίτου νόμους [[ἐναντίον]] τῶν νοθευόντων αὐτόν, Ἰσαῖ. 38. 38, Δημ. 1362. 27, πρβλ. Att. Proc. σ. 425. 3) ἡ μερὶς ἡ παρεχομένη εἰς τοὺς Ἱππεῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 147˙ ἴδε Böckh P. E. 2. 19. 4) ἡ δημοσία διανομὴ σίτου ἐν Ρώμῃ, τὸν ἐπὶ τοῦ σίτου [[ὄντα]] ἐν τῇ Ῥώμῃ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 10, 2. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Ἰατρικοῖς συγγραφεῦσιν [[ὡσαύτως]], τὸ [[μέρος]] τῆς τροφῆς τὸ κατὰ τὴν πέψιν ἀπορριπτόμενον, τὰ περιττώματα, Ἱππ. 1143Α, 1164F, κ. ἀλλ.˙ ἴδε Foës Oecon.
|lstext='''σῖτος''': ὁ, ἑτερογεν. ἐν τῷ πληθ. [[σῖτα]], τά, Ἡρόδ. 4. 128., 5. 34, καὶ Ἀττ., πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 494˙- [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται οὐδ. ἑνικ. σῖτον καὶ ὁ ἀρσ. πληθ. σῖτοι, σίτους μόνον παρ’ Εὐστ. ἐν Πονηματ. 140. 77˙- [[ὄνομα]] περιλαμβάνον καὶ τὸ «σιτάρι» (πυρὸς) καὶ τὴν κριθήν˙ ἐν [Ἰθάκῃ] σ. [[ἀθέσφατος]] ἠδὲ καὶ [[οἶνος]] γίγνεται Ὀδ. Ν. 244˙ περὶ σίτου ἐκβολήν, κατὰ τὸν χρόνον, καθ’ ὃν ὁ [[σῖτος]] σχηματίζεται εἰς στάχυν, Θουκ. 4. 1˙ τοῦ σίτου ἀκμάζοντος, ὡριμάζοντος, ὁ αὐτ. 2. 19˙ σ. ἐν ἀκμῇ ἐστι ὁ αὐτ. 3, 1., 4. 2˙ τὸν νέον σ. σὺν τῇ καλάμῃ ἀποκείμενον Ξεν. Ἀν. 5. 4, 27˙ σ. ἀληλεσμένος, ἀπηλοημένος, ἀληλεσμένος, κοπανισμένος, Ἡρόδ. 7. 23, Θουκ. 4. 26, Δημ. 1040. 22˙ σῖτον εἰσάγειν Θουκ. 2. 6, κτλ.˙ σ. [[ἐπείσακτος]] Δημ. 254. 20˙ σίτου [[εἰσαγωγή]], ἐξαγωγὴ Ἀριστ. Ἀποσπ. 410, Ἠθικ. Ν. 5. 5, 13˙ συγκομιδὴ Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 14˙ πρβλ. [[σιτοφύλακες]]. 2) τροφὴ παρασκευαζομένη ἐκ σίτου, ἄρτος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἐκ κρέατος τροφήν, [[σῖτος]] καὶ κρέα Ὀδ. Ι. 9, Μ. 19, Ἡρόδ. 2. 168˙ σῖτον ἔδοντες, γενικὸν ἐπίθετον τῶν ἀνθρώπων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κτήνη, ὅσσοι νῦν βροτοί εἰσιν ἐπὶ χθονὶ σ. ἔδ Ὀδ. Θ. 222, πρβλ. Ι. 90˙ [[ἐντεῦθεν]] λέγεται ἐπὶ τῶν ἀγρίων, οἵτινες ἔτρωγον μόνον [[κρέας]], ὅτι [[οὐδέ]] τι σῖτον ἤσθιον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡσ. 145˙ καὶ πρὸς ἔνδειξιν ὅτι ἄνθρωποί τινες δὲν [[εἶναι]] [[ἄγριοι]] λέγεται ὅτι, σῖτον καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται Ἡρόδ. 4. 17˙ σωρὸν σίτου κεχυμένον ὁ αὐτ. 1. 22˙ οὕτω λέγεται ὅτι ὁ [[Παλαμήδης]] ἐδίδαξε τοὺς ἀνθρώπους σῖτον εἰδέναι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 181˙ πρβλ. [[σιτοφάγος]]˙ - [[ὡσαύτως]], ἐσθίειν ἐπὶ τῷ σίτῳ [[ὄψον]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 2˙ [[κάρδαμον]] ἔχειν ἐπὶ τῷ σίτῳ ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 2, 11˙ [[ὕδωρ]] πίνειν ἐπὶ τῷ σίτῳ [[αὐτόθι]] 6. 2, 27, πρβλ. Πλουτ. Θεμ. 29, πρὸς τὸ παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 328F. 3) ἐν εὐρυτέρᾳ σημασίᾳ, σίτοιο ἠδὲ ποτῆτος Ὀδ. Ι. 87, Ἰλ. Τ. 306˙ σ. καὶ [[οἶνος]] Ὀδ. Γ. 479, Ἰλ. Ι. 706˙ σ. καὶ [[μέθυ]] Ὀδ. Δ. 746, κτλ.˙ ἔτι καὶ ἐπὶ πόλτου ([[κυκεών]]), Κ. 235˙ οὕτω, [[σῖτα]] καὶ ποτὰ Ἡρόδ. 5. 34, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 27˙ σ. ποιεῖν καὶ [[οἶνον]] Πλάτ. Πολ. 372Α˙- [[καθόλου]], [[τροφή]], [[ἄκμηνος]] σίτοιο Ἰλ. Τ. 163, πρβλ. 166, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 181˙ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν [[ὕπνον]], [[σῖτος]] καὶ εὐνὴ Ὀδ. Υ. 130, Ἰλ. Ω. 129˙ [[ὕπνον]] καὶ σ. αἱρεῖσθαι Θουκ. 2. 75˙ ζωοτροφίαι, [[σῖτα]] ἀναιρέεσθαι Ἡρόδ. 4. 128˙ [[σῖτα]] καὶ [[νέας]] παρέχειν ὁ αὐτ. 7. 21˙ [[τριάκοντα]] ἡμερῶν σ. Συνθήκ. παρὰ Θουκ. 5. 47. 4) σπανίως ἐπὶ κτηνῶν, [[τροφή]], [[φορβή]], [[χόρτος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 602, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 383, Ξεν. Ἱππ. 4, 1˙- ἐπὶ τῆς γενικῆς ἐννοίας τροφὴ οἱ πεζογράφοι προτιμῶσι τὸν ὑποκοριστ. τύπον σιτία, τά. ΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, τὸ [[δημοσίᾳ]] παρεχόμενον [[μέρος]] σίτου εἰς τὰς χήρας καὶ τὰ ὀρφανά, σῖτον διδόναι, ἀποδιδόναι Δημ. 818. 6., 839. 4, Ἀριστ. Ἀποσπ. 384. 2) σίτου δίκαι, ἀγωγαὶ ἐν Ἀθήναις κατὰ τοὺς περὶ σίτου νόμους [[ἐναντίον]] τῶν νοθευόντων αὐτόν, Ἰσαῖ. 38. 38, Δημ. 1362. 27, πρβλ. Att. Proc. σ. 425. 3) ἡ μερὶς ἡ παρεχομένη εἰς τοὺς Ἱππεῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 147˙ ἴδε Böckh P. E. 2. 19. 4) ἡ δημοσία διανομὴ σίτου ἐν Ρώμῃ, τὸν ἐπὶ τοῦ σίτου [[ὄντα]] ἐν τῇ Ῥώμῃ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 10, 2. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Ἰατρικοῖς συγγραφεῦσιν [[ὡσαύτως]], τὸ [[μέρος]] τῆς τροφῆς τὸ κατὰ τὴν πέψιν ἀπορριπτόμενον, τὰ περιττώματα, Ἱππ. 1143Α, 1164F, κ. ἀλλ.˙ ἴδε Foës Oecon.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>pl. hétérog.</i> τὰ [[σῖτα]];<br />blé :<br /><b>1</b> blé dans l'état naturel ; blé moulu, farine ; pain : σῖτον ἔδειν OD manger du pain ; [[σῖτος]] μεμαγμένος THC farine pétrie, <i>càd</i> pain ; [[σῖτος]] [[ὀπτός]] HDT farine cuite, <i>càd</i> pain ; σῖτον ποιεῖν XÉN faire du pain;<br /><b>2</b> aliments solides <i>en gén.</i> ; nourriture, alimentation ; <i>fig. en parl. des semences qui sont comme une nourriture pour la terre</i>;<br /><b>3</b> <i>à Athènes</i> pension alimentaire : [[δίκη]] σίτου IS procès pour demande de pension alimentaire.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth