Anonymous

ταραχή: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1070.png Seite 1070]] ἡ, Unruhe, Verwirrung; αἱ φρενῶν ταραχαί, Pind. Ol. 7, 30; ἀδελφῶν, Entzweiung, Eur. I. A. 508; Her. 3, 126. 6, 5; Thuc. 3, 77. 5, 25; ὅτι περὶ τὰ δίκαια εἴη παμπόλλη τις ἡμῶν [[ταραχή]] τε καὶ ἀξυμφωνία, Plat. Legg. IX, 861 a; καὶ [[ἀπορία]], Theaet. 168 a; ταραχὴν παρέχειν, Phaed. 66 d; πολλῆς ταραχῆς τε καὶ ἀνομίας μεστὴν εἶναι τήν τοιαύτην πολιτείαν, Alc. II, 146 b; καὶ [[ἀνωμαλία]], Isocr. 2, 6; μετὰ ταραχῆς πράγματα, 3, 31; im plur., 4, 134; Bestürzung, Schreck, [[τότε]] [[μάλιστα]] ἐν ταραχῇ τὰ τῶν Ἑλλήνων γέγονε πράγματα, Dem.; Folgde; καταλύσασθαι τὴν ταραχήν, Pol. 3, 10, 1. – Bei den Aerzten κοιλίας, Durchfall.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1070.png Seite 1070]] ἡ, Unruhe, Verwirrung; αἱ φρενῶν ταραχαί, Pind. Ol. 7, 30; ἀδελφῶν, Entzweiung, Eur. I. A. 508; Her. 3, 126. 6, 5; Thuc. 3, 77. 5, 25; ὅτι περὶ τὰ δίκαια εἴη παμπόλλη τις ἡμῶν [[ταραχή]] τε καὶ ἀξυμφωνία, Plat. Legg. IX, 861 a; καὶ [[ἀπορία]], Theaet. 168 a; ταραχὴν παρέχειν, Phaed. 66 d; πολλῆς ταραχῆς τε καὶ ἀνομίας μεστὴν εἶναι τήν τοιαύτην πολιτείαν, Alc. II, 146 b; καὶ [[ἀνωμαλία]], Isocr. 2, 6; μετὰ ταραχῆς πράγματα, 3, 31; im plur., 4, 134; Bestürzung, Schreck, [[τότε]] [[μάλιστα]] ἐν ταραχῇ τὰ τῶν Ἑλλήνων γέγονε πράγματα, Dem.; Folgde; καταλύσασθαι τὴν ταραχήν, Pol. 3, 10, 1. – Bei den Aerzten κοιλίας, Durchfall.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />trouble, désordre :<br /><b>1</b> trouble de l'esprit;<br /><b>2</b> trouble politique, agitation : ταραχὴν παρέχειν PLAT causer du trouble;<br /><b>3</b> trouble, désordre, confusion : ταραχὴν ποιεῖν THC causer du trouble ; [[ἐς]] ταραχὴν καθιστάναι THC jeter dans l'agitation ; [[ἐν]] ταραχῇ καθεστηκέναι ISOCR être jeté dans l'agitation ; [[αἱ]] ταραχαί troubles, tumulte : [[ἐν]] ταραχαῖς [[εἶναι]] ISOCR être dans le trouble, dans l'agitation.<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰρᾰχή''': κατὰ συγκοπήν, τάρχη (Ἡσύχ.), ἡ, ὡς καὶ νῦν, τῆς κοιλίης Ἱππ. Κωακ. Πρόγν. 151. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ ἢ τῆς ψυχῆς, οὐ φρενῶν ταραχαὶ Πινδ. Ο. 7. 55· γνώμης Ἰσοκρ. 16Α (πρβλ. ταραχώδης)· ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας Θουκ. 3. 79· τ. παρέχειν Πλάτ. Φαίδων 66D, πρβλ. Πολ. 602D· ἐν οἵαις ἦν ταραχαῖς Δημ. 301. 11· πολλὴν ἔχει τ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 12· τ. μειρακιώδους μεστὸς Ἰσοκρ. 278Ε, πρβλ. 42C. 3) ἐπὶ στρατοῦ ἢ στόλου, Θουκ. 3. 77, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 27, κλπ.· ἐν τῇ ταραχῇ, ἐν τῇ συγχύσει, Ἡρόδ. 3. 126. 4) πολιτικὴ [[σύγχυσις]], [[ταραχή]], ἀνησυχία καὶ ἐν τῷ πληθ., ἀνησυχίαι, ἀνωμαλίαι, πολλὴ τ. περὶ τῶν τιμέων ἐγένετο ὁ αὐτ. 4. 162, πρβλ. 6. 5· ἐν τῇ τ. ὁ αὐτ. 3. 150· αἱ τ. γίγνονται Λυσί. 125. 9· τ. ἐγίγνεταί τισι Ἰσαῖ. 47. 1· τ. ποιεῖν τισι Θουκ. 7. 86· ἐς τ. καθιστάναι τινὰς ὁ αὐτ. 4. 75, Ἰσοκρ., κλπ· καθεῖναι εἰς τ. Δημ. 179. 20· ἐν τ. καθεστηκέναι Ἰσοκρ. 281Β· ἐν ταραχαῖς [[εἶναι]] ὁ αὐτ. 69Α, Δημ. 301. 11· ταραχῆς τε καὶ ἀνομίας μεστὸς [[εἶναι]] Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146Β, πρβλ. Ἰσοκρ. 33Β· τ. γίγνεται τῶν ξυμμάχων πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Θουκ. 6. 25, πρβλ. Δημ. 231. 10, τ. ἐμπίπτει Αἰσχίν. 65. 14· τ. διαλύειν, κατασβεννύναι Ἰσοκρ. 68Β, Ξεν. Κύρ. 5. 3. 55.
|lstext='''τᾰρᾰχή''': κατὰ συγκοπήν, τάρχη (Ἡσύχ.), ἡ, ὡς καὶ νῦν, τῆς κοιλίης Ἱππ. Κωακ. Πρόγν. 151. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ ἢ τῆς ψυχῆς, οὐ φρενῶν ταραχαὶ Πινδ. Ο. 7. 55· γνώμης Ἰσοκρ. 16Α (πρβλ. ταραχώδης)· ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας Θουκ. 3. 79· τ. παρέχειν Πλάτ. Φαίδων 66D, πρβλ. Πολ. 602D· ἐν οἵαις ἦν ταραχαῖς Δημ. 301. 11· πολλὴν ἔχει τ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 12· τ. μειρακιώδους μεστὸς Ἰσοκρ. 278Ε, πρβλ. 42C. 3) ἐπὶ στρατοῦ ἢ στόλου, Θουκ. 3. 77, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 27, κλπ.· ἐν τῇ ταραχῇ, ἐν τῇ συγχύσει, Ἡρόδ. 3. 126. 4) πολιτικὴ [[σύγχυσις]], [[ταραχή]], ἀνησυχία καὶ ἐν τῷ πληθ., ἀνησυχίαι, ἀνωμαλίαι, πολλὴ τ. περὶ τῶν τιμέων ἐγένετο ὁ αὐτ. 4. 162, πρβλ. 6. 5· ἐν τῇ τ. ὁ αὐτ. 3. 150· αἱ τ. γίγνονται Λυσί. 125. 9· τ. ἐγίγνεταί τισι Ἰσαῖ. 47. 1· τ. ποιεῖν τισι Θουκ. 7. 86· ἐς τ. καθιστάναι τινὰς ὁ αὐτ. 4. 75, Ἰσοκρ., κλπ· καθεῖναι εἰς τ. Δημ. 179. 20· ἐν τ. καθεστηκέναι Ἰσοκρ. 281Β· ἐν ταραχαῖς [[εἶναι]] ὁ αὐτ. 69Α, Δημ. 301. 11· ταραχῆς τε καὶ ἀνομίας μεστὸς [[εἶναι]] Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146Β, πρβλ. Ἰσοκρ. 33Β· τ. γίγνεται τῶν ξυμμάχων πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Θουκ. 6. 25, πρβλ. Δημ. 231. 10, τ. ἐμπίπτει Αἰσχίν. 65. 14· τ. διαλύειν, κατασβεννύναι Ἰσοκρ. 68Β, Ξεν. Κύρ. 5. 3. 55.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />trouble, désordre :<br /><b>1</b> trouble de l'esprit;<br /><b>2</b> trouble politique, agitation : ταραχὴν παρέχειν PLAT causer du trouble;<br /><b>3</b> trouble, désordre, confusion : ταραχὴν ποιεῖν THC causer du trouble ; [[ἐς]] ταραχὴν καθιστάναι THC jeter dans l'agitation ; [[ἐν]] ταραχῇ καθεστηκέναι ISOCR être jeté dans l'agitation ; [[αἱ]] ταραχαί troubles, tumulte : [[ἐν]] ταραχαῖς [[εἶναι]] ISOCR être dans le trouble, dans l'agitation.<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR