3,276,901
edits
m (Text replacement - "σφαῑρα" to "σφαῖρα") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1063.png Seite 1063]] ἡ, Band, Binde, bes. Haarband; ταινίας ἔχοντα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, Plat. Conv. 212 e, Siegeszeichen; vgl. Xen. Conv. 5, 9; ταινίας πωλεῖν thun nach Dem. 57, 31. 35 nicht reiche Leute; λευκὴ περὶ τῷ μετώπῳ, Luc. Navig. 39; auch die Busenbinde der Mädchen, τὸ τῶν μαστῶν τῶν γυναικείων [[ζῶσμα]], Poll. 7, 65; A nccr. 22, 13; lat. taenia; am Schiffe der Wimpel, die Flagge, Sp. – Uebh. jeder lang hingezogene, schmale Streif, z. B. Erdzunge, App. Punic. 121, vgl. Chrys. 5, 9; Pol. 4, 41, 2; Sandbank, [[ὕφαλος]], Strabo 1, 3, 4. – Nach Suid. = κυμάτια. – Auch der Bandwurm, Galen; auch eine Ficchart. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1063.png Seite 1063]] ἡ, Band, Binde, bes. Haarband; ταινίας ἔχοντα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, Plat. Conv. 212 e, Siegeszeichen; vgl. Xen. Conv. 5, 9; ταινίας πωλεῖν thun nach Dem. 57, 31. 35 nicht reiche Leute; λευκὴ περὶ τῷ μετώπῳ, Luc. Navig. 39; auch die Busenbinde der Mädchen, τὸ τῶν μαστῶν τῶν γυναικείων [[ζῶσμα]], Poll. 7, 65; A nccr. 22, 13; lat. taenia; am Schiffe der Wimpel, die Flagge, Sp. – Uebh. jeder lang hingezogene, schmale Streif, z. B. Erdzunge, App. Punic. 121, vgl. Chrys. 5, 9; Pol. 4, 41, 2; Sandbank, [[ὕφαλος]], Strabo 1, 3, 4. – Nach Suid. = κυμάτια. – Auch der Bandwurm, Galen; auch eine Ficchart. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> bandelette <i>ou</i> ruban pour la tête;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> langue de terre, banc de sable.<br />'''Étymologie:''' DELG [[τείνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταινία''': ἡ, ([[τανύω]], [[τείνω]]) [[ὕφασμα]] ἐκ λίνου ἢ ἐρίου, ἐπίμηκες καὶ στενόν, λωρὶς ὑφάσματος, κορδέλλα, καὶ τὰ ὅμοια, [[μάλιστα]] πρὸς ἀνάδεσιν τῆς [[κόμης]], [[κεφαλόδεσμος]], ἢ ὡς [[στέφανος]] περὶ τὴν κεφαλήν, φορουμένη δὲ εἰς [[σημεῖον]] νίκης, (πρβλ. [[ταινιόω]]), Λατ. mitelia, θήσω δὲ νικητήριον [[τρεῖς]] ταινίας Εὔπολις ἐν «Ἀγκυλίωνι» 3, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 5. 9, Πλάτ. Συμπ. 212Ε, Παυσ. 6. 20, 19, κτλ.· ταινίας πωλεῖν Δημ. 1308. 5· - [[ὡσαύτως]] στηθόδεσμος νεαρᾶς κόρης ἢ γυναικὸς [[καθόλου]], Ἀνακρεόντ. 22. 13, πρβλ. Παυσ. 9. 39, 8· «τὸ δὲ τῶν μαστῶν τῶν γυναικῶν [[ζῶσμα]] ταινίαν ὠνόμαζον ἢ [[ταινίδιον]]» Πολυδ. Ζ΄, 65· - [[ἐπίδεσμος]], [[σφενδόνη]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817, κτλ. 2) λωρὶς δορᾶς ἢ σισύρας, Ὀππ. Κυν. 1. 322. 3) στενὴ καὶ [[ἐπιμήκης]] [[σημαία]] πλοίου, Δίων Χρ. 2. 397, Πολυδ. Α΄, 90· [[ταινία]] ἐξηρτημένη ἐκ τῆς λόγχης δόρατος, Διόδ. 15. 52. ΙΙ. λωρὶς ἢ [[γλῶσσα]] γῆς, Διόδ. 1. 31, Ἀπ. Καρχηδ. 121, Πλουτ. Ἀλέξ. 26, κτλ.· σύρτις, Πολύβ. 4. 41, 2, Στράβ. ΙΙΙ. [[ἔργον]] ξυλουργοῦ, γραμμὴ ἐξέχουσα ξύλου, fascia, Ἐτυμ. Μέγ. IV. ὡς καὶ νῦν, [[ταινία]] τῶν ἐντέρων, Γαλην. V. μακρὸς καὶ λεπτὸς ἰχθύς, ἡ νῦν καλουμένη ζαργάνα (ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 206, 207), Ἐπίχ. 31 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 4. [ῑ εὕρηται ἐν ἄρσει, Ὀππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἐπικ. [[ποίημα]] παρὰ Διογ. Λ. 8. 62, ἴδε Blomf. ἐς Αἰσχύλου Πρ. 93]. | |lstext='''ταινία''': ἡ, ([[τανύω]], [[τείνω]]) [[ὕφασμα]] ἐκ λίνου ἢ ἐρίου, ἐπίμηκες καὶ στενόν, λωρὶς ὑφάσματος, κορδέλλα, καὶ τὰ ὅμοια, [[μάλιστα]] πρὸς ἀνάδεσιν τῆς [[κόμης]], [[κεφαλόδεσμος]], ἢ ὡς [[στέφανος]] περὶ τὴν κεφαλήν, φορουμένη δὲ εἰς [[σημεῖον]] νίκης, (πρβλ. [[ταινιόω]]), Λατ. mitelia, θήσω δὲ νικητήριον [[τρεῖς]] ταινίας Εὔπολις ἐν «Ἀγκυλίωνι» 3, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 5. 9, Πλάτ. Συμπ. 212Ε, Παυσ. 6. 20, 19, κτλ.· ταινίας πωλεῖν Δημ. 1308. 5· - [[ὡσαύτως]] στηθόδεσμος νεαρᾶς κόρης ἢ γυναικὸς [[καθόλου]], Ἀνακρεόντ. 22. 13, πρβλ. Παυσ. 9. 39, 8· «τὸ δὲ τῶν μαστῶν τῶν γυναικῶν [[ζῶσμα]] ταινίαν ὠνόμαζον ἢ [[ταινίδιον]]» Πολυδ. Ζ΄, 65· - [[ἐπίδεσμος]], [[σφενδόνη]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817, κτλ. 2) λωρὶς δορᾶς ἢ σισύρας, Ὀππ. Κυν. 1. 322. 3) στενὴ καὶ [[ἐπιμήκης]] [[σημαία]] πλοίου, Δίων Χρ. 2. 397, Πολυδ. Α΄, 90· [[ταινία]] ἐξηρτημένη ἐκ τῆς λόγχης δόρατος, Διόδ. 15. 52. ΙΙ. λωρὶς ἢ [[γλῶσσα]] γῆς, Διόδ. 1. 31, Ἀπ. Καρχηδ. 121, Πλουτ. Ἀλέξ. 26, κτλ.· σύρτις, Πολύβ. 4. 41, 2, Στράβ. ΙΙΙ. [[ἔργον]] ξυλουργοῦ, γραμμὴ ἐξέχουσα ξύλου, fascia, Ἐτυμ. Μέγ. IV. ὡς καὶ νῦν, [[ταινία]] τῶν ἐντέρων, Γαλην. V. μακρὸς καὶ λεπτὸς ἰχθύς, ἡ νῦν καλουμένη ζαργάνα (ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 206, 207), Ἐπίχ. 31 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 4. [ῑ εὕρηται ἐν ἄρσει, Ὀππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἐπικ. [[ποίημα]] παρὰ Διογ. Λ. 8. 62, ἴδε Blomf. ἐς Αἰσχύλου Πρ. 93]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |