Anonymous

ταλανίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1064.png Seite 1064]] sich unglücklich achten, nennen, dah. übh. klagen, jammern, Aesop. Dind.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1064.png Seite 1064]] sich unglücklich achten, nennen, dah. übh. klagen, jammern, Aesop. Dind.
}}
{{bailly
|btext=appeler malheureux <i>ou</i> regarder comme malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[τάλας]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰλᾰνίζω''': ἄθλιον ἀποκαλῶ, ἐπιφωνῶ ὦ τάλαν ὡς τὸ [[σχετλιάζω]], ἐπιφωνῶ ὦ σχέτλιε, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μακαρίζω]], «ὅρα [[μήποτε]]... μακαρίσῃς μὲν ἐκεῖνον, ταλανίσῃς δὲ σεαυτὸν» Παράφρ. Ἐγχειριδίου Ἐπικτήτου 26, Αἰσώπ. Μῦθ. 58· συχν. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. καὶ Βυζ., παρ’ οἷς ὑπάρχει καὶ οὐσιαστ. -ισμός, καὶ ἐπίρρ. -ιστικῶς. - Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σ. 270.
|lstext='''τᾰλᾰνίζω''': ἄθλιον ἀποκαλῶ, ἐπιφωνῶ ὦ τάλαν ὡς τὸ [[σχετλιάζω]], ἐπιφωνῶ ὦ σχέτλιε, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μακαρίζω]], «ὅρα [[μήποτε]]... μακαρίσῃς μὲν ἐκεῖνον, ταλανίσῃς δὲ σεαυτὸν» Παράφρ. Ἐγχειριδίου Ἐπικτήτου 26, Αἰσώπ. Μῦθ. 58· συχν. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. καὶ Βυζ., παρ’ οἷς ὑπάρχει καὶ οὐσιαστ. -ισμός, καὶ ἐπίρρ. -ιστικῶς. - Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σ. 270.
}}
{{bailly
|btext=appeler malheureux <i>ou</i> regarder comme malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[τάλας]].
}}
}}
{{grml
{{grml