Anonymous

ταλαιπωρία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1064.png Seite 1064]] ἡ, ion. ταλαιπωρίη, mühsame Arbeit, körperliche Anstrengung, Strapaze; im plur. Her. 4, 134; übh. Mühsal, Elend, kummervolles, unglückliches Leben, Thuc. 2, 49. 6, 92; ἡ ἐν τοῖς ἔργοις [[ταλαιπωρία]], Pol. 3, 17, 8; ἡ περὶ τὰς ταφρείας, 6, 42, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1064.png Seite 1064]] ἡ, ion. ταλαιπωρίη, mühsame Arbeit, körperliche Anstrengung, Strapaze; im plur. Her. 4, 134; übh. Mühsal, Elend, kummervolles, unglückliches Leben, Thuc. 2, 49. 6, 92; ἡ ἐν τοῖς ἔργοις [[ταλαιπωρία]], Pol. 3, 17, 8; ἡ περὶ τὰς ταφρείας, 6, 42, 2.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />peine, fatigue, misère, <i>particul.</i> souffrance.<br />'''Étymologie:''' [[ταλαίπωρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰλαιπωρία''': Ἰων. -ίη, ἡ, βαρεῖα καὶ [[ἐπίμοχθος]] [[ἐργασία]], πολὺς [[κόπος]], Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 293· ἀλλὰ καὶ [[ἁπλῶς]], τακτικὴ [[χρῆσις]], [[ἐνέργεια]], ἐξάσκησις, τῆς χειρὸς ὁ αὐτ. περὶ Ἄρθρ. 821. 2) ὑπερβολικὸς [[κόπος]], [[κακοπάθεια]], [[ἀθλιότης]], Θουκ. 4. 117· τῇ τοῦ σώματος τ. Ἀνδοκ. 22. 1· ἡ ἐν τοῖς ἔργοις ταλ. Πολύβ. 3. 17, 8· ἐν τῷ πληθ., ταλαιπωρίας ἐνδέκεσθαι Ἡρόδ. 6. 11· τετρυμένοι... ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ [[αὐτόθι]] 12. 3) σωματικὸν [[πάθημα]] ἢ [[πόνος]] προξενούμενος ἐκ νόσου, Θουκ. 2. 49.
|lstext='''τᾰλαιπωρία''': Ἰων. -ίη, ἡ, βαρεῖα καὶ [[ἐπίμοχθος]] [[ἐργασία]], πολὺς [[κόπος]], Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 293· ἀλλὰ καὶ [[ἁπλῶς]], τακτικὴ [[χρῆσις]], [[ἐνέργεια]], ἐξάσκησις, τῆς χειρὸς ὁ αὐτ. περὶ Ἄρθρ. 821. 2) ὑπερβολικὸς [[κόπος]], [[κακοπάθεια]], [[ἀθλιότης]], Θουκ. 4. 117· τῇ τοῦ σώματος τ. Ἀνδοκ. 22. 1· ἡ ἐν τοῖς ἔργοις ταλ. Πολύβ. 3. 17, 8· ἐν τῷ πληθ., ταλαιπωρίας ἐνδέκεσθαι Ἡρόδ. 6. 11· τετρυμένοι... ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ [[αὐτόθι]] 12. 3) σωματικὸν [[πάθημα]] ἢ [[πόνος]] προξενούμενος ἐκ νόσου, Θουκ. 2. 49.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />peine, fatigue, misère, <i>particul.</i> souffrance.<br />'''Étymologie:''' [[ταλαίπωρος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR