Anonymous

σχίσμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1056.png Seite 1056]] τό, das Gespaltene, der Spalt, z. B. des Hufes, Arist. H. A. 2, 1; übertr., Zwiespalt, lineinigkeit, Sp., wie N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1056.png Seite 1056]] τό, das Gespaltene, der Spalt, z. B. des Hufes, Arist. H. A. 2, 1; übertr., Zwiespalt, lineinigkeit, Sp., wie N. T.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />fente, séparation ; <i>fig.</i> scission, dissentiment ; <i>postér.</i> schisme.<br />'''Étymologie:''' [[σχίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σχίσμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, [[οἷον]] τῶν χηλῶν τῶν διχαλῶν ζῴων, π.χ. τῆς καμήλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 26· ἐπὶ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1· ἐπὶ ἱματίου, «οὐδεὶς ἐπιβάλλει [[ἐπίβλημα]] ῥάκους ἀγνάφου ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ· αἴρει γὰρ τὸ [[πλήρωμα]] [[αὐτοῦ]] ἀπὸ τοῦ ἱματίου καὶ [[χεῖρον]] [[σχίσμα]] γίνεται» Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 16. ΙΙ. [[διαίρεσις]] γνωμῶν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 16· ― [[σχίσμα]] ἐκκλησιαστόν, [[διαίρεσις]] ἐν τῇ Ἐκκλησία, Κυπριαν. Ἐπιστ. 69, 5, Εὐσέβ. ΙΙ, 1513Α, Ἀθαν. Ι, 269, Βασίλ. IV, 665, Ἐπιφάν. ΙΙ, 184C.
|lstext='''σχίσμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, [[οἷον]] τῶν χηλῶν τῶν διχαλῶν ζῴων, π.χ. τῆς καμήλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 26· ἐπὶ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1· ἐπὶ ἱματίου, «οὐδεὶς ἐπιβάλλει [[ἐπίβλημα]] ῥάκους ἀγνάφου ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ· αἴρει γὰρ τὸ [[πλήρωμα]] [[αὐτοῦ]] ἀπὸ τοῦ ἱματίου καὶ [[χεῖρον]] [[σχίσμα]] γίνεται» Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 16. ΙΙ. [[διαίρεσις]] γνωμῶν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 16· ― [[σχίσμα]] ἐκκλησιαστόν, [[διαίρεσις]] ἐν τῇ Ἐκκλησία, Κυπριαν. Ἐπιστ. 69, 5, Εὐσέβ. ΙΙ, 1513Α, Ἀθαν. Ι, 269, Βασίλ. IV, 665, Ἐπιφάν. ΙΙ, 184C.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />fente, séparation ; <i>fig.</i> scission, dissentiment ; <i>postér.</i> schisme.<br />'''Étymologie:''' [[σχίζω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR