Anonymous

τειχήρης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1081.png Seite 1081]] ες, in den Mauern eingesperrt, darin belagert, Her. 1, 162, γίγνεσθαι, Andoc. 3, 21; τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας ἐδῄου τὴν γῆν, Thuc. 2, 101, wie 4, 25; vgl. Xen. Hell. 5, 3, 2; τειχήρεις καταστήσαντες αὐτούς, Pol. 4, 55, 4; a. Sp.; – mit Mauern versehen, Philostr. imagg. 2, 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1081.png Seite 1081]] ες, in den Mauern eingesperrt, darin belagert, Her. 1, 162, γίγνεσθαι, Andoc. 3, 21; τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας ἐδῄου τὴν γῆν, Thuc. 2, 101, wie 4, 25; vgl. Xen. Hell. 5, 3, 2; τειχήρεις καταστήσαντες αὐτούς, Pol. 4, 55, 4; a. Sp.; – mit Mauern versehen, Philostr. imagg. 2, 17.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />enfermé dans des murs, assiégé.<br />'''Étymologie:''' [[τεῖχος]], ἄρω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τειχήρης''': -ες, ὁ περικεκλεισμένος ἐντὸς τειχῶν (πρβλ. [[πυργήρης]])· [[ὅθεν]], 1) ἐντὸς τῶν τειχῶν ἐγκεκλεισμένος, πολιορκούμενος, [[ὅκως]] τειχήρεας ποιήσειε,… χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα ἐπόρθεε Ἡρόδ. 1. 162· τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας Θουκ. 2. 101., 4. 25· τ. γίγνεσθαι Ἀνδοκ. 26. 9· τ. [[εἶναι]] Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 2, Πολύβ., κλπ.· τ. [[ἔνδον]] καθῆσθαι Διον. Ἁλ. 6. 50. 2) περιτετειχισμένος, ὠχυρωμένος, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΓ΄, 20, Δευτ. Θ΄, 1, κ. ἀλλ.)· ἡ πρώτη ([[νῆσος]]) [[τειχήρης]] τὴν φύσιν, ὀχυρὰ ἐκ φύσεως, Φιλόστρ. 835. (Περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε [[τριήρης]]).
|lstext='''τειχήρης''': -ες, ὁ περικεκλεισμένος ἐντὸς τειχῶν (πρβλ. [[πυργήρης]])· [[ὅθεν]], 1) ἐντὸς τῶν τειχῶν ἐγκεκλεισμένος, πολιορκούμενος, [[ὅκως]] τειχήρεας ποιήσειε,… χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα ἐπόρθεε Ἡρόδ. 1. 162· τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας Θουκ. 2. 101., 4. 25· τ. γίγνεσθαι Ἀνδοκ. 26. 9· τ. [[εἶναι]] Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 2, Πολύβ., κλπ.· τ. [[ἔνδον]] καθῆσθαι Διον. Ἁλ. 6. 50. 2) περιτετειχισμένος, ὠχυρωμένος, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΓ΄, 20, Δευτ. Θ΄, 1, κ. ἀλλ.)· ἡ πρώτη ([[νῆσος]]) [[τειχήρης]] τὴν φύσιν, ὀχυρὰ ἐκ φύσεως, Φιλόστρ. 835. (Περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε [[τριήρης]]).
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />enfermé dans des murs, assiégé.<br />'''Étymologie:''' [[τεῖχος]], ἄρω.
}}
}}
{{grml
{{grml