3,277,759
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1105.png Seite 1105]] im Tiegel, in der Pfanne schmelzen oder braten, Posidipp. bei Poll. 10, 98. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1105.png Seite 1105]] im Tiegel, in der Pfanne schmelzen oder braten, Posidipp. bei Poll. 10, 98. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=frire.<br />'''Étymologie:''' [[τήγανον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τηγᾰνίζω''': ὡς καὶ νῦν, Ποσείδιππ. ἐν «Ἀποκλειομένῃ» 3, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ζ΄, 5), ποιητ. ἀπαρ. παθ. ἀορ. τηγανισθῆμεν ἐκ διορθώσ. τοῦ Ahrens ἐν Ἐπιχ. 24. | |lstext='''τηγᾰνίζω''': ὡς καὶ νῦν, Ποσείδιππ. ἐν «Ἀποκλειομένῃ» 3, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ζ΄, 5), ποιητ. ἀπαρ. παθ. ἀορ. τηγανισθῆμεν ἐκ διορθώσ. τοῦ Ahrens ἐν Ἐπιχ. 24. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[ταγηνίζω]] Α [[τήγανον]]/ [[τάγηνον]]<br />[[ψήνω]] [[κάτι]] στο [[τηγάνι]] [[μέσα]] σε καφτό [[λάδι]], [[βούτυρο]] ή [[λίπος]] (α. «[[τηγανίζω]] αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῦ τετηγανισμένου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βασανίζω]], [[ταλαιπωρώ]] κάποιον<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[βασανίζω]] και [[θανατώνω]] στην [[πυρά]] (α. «ὁ [[πλούσιος]] πυρὶ τηγανιζόμενος μετὰ θάνατον», <b>Ευστ.</b><br />β. «ἐκέλευσε τῇ πυρᾷ προσάγειν ἔμπνουν καὶ τηγανίζειν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>τηγανίζομαι</i><br /><b>μτφ.</b> φλέγομαι, έχω δυνατή [[επιθυμία]] για [[κάτι]] («ἐτηγανίζετο ἀναβῆναι, [[ὅπως]] σὲ παρακαλέσῃ εὐλαβεῖν αὐτήν», πάπ.). | |mltxt=ΝΜΑ, και [[ταγηνίζω]] Α [[τήγανον]]/ [[τάγηνον]]<br />[[ψήνω]] [[κάτι]] στο [[τηγάνι]] [[μέσα]] σε καφτό [[λάδι]], [[βούτυρο]] ή [[λίπος]] (α. «[[τηγανίζω]] αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῦ τετηγανισμένου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βασανίζω]], [[ταλαιπωρώ]] κάποιον<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[βασανίζω]] και [[θανατώνω]] στην [[πυρά]] (α. «ὁ [[πλούσιος]] πυρὶ τηγανιζόμενος μετὰ θάνατον», <b>Ευστ.</b><br />β. «ἐκέλευσε τῇ πυρᾷ προσάγειν ἔμπνουν καὶ τηγανίζειν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>τηγανίζομαι</i><br /><b>μτφ.</b> φλέγομαι, έχω δυνατή [[επιθυμία]] για [[κάτι]] («ἐτηγανίζετο ἀναβῆναι, [[ὅπως]] σὲ παρακαλέσῃ εὐλαβεῖν αὐτήν», πάπ.). | ||
}} | }} |