Anonymous

τηλαυγής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1105.png Seite 1105]] ές, adv. τηλαυγῶς, weit oder in die Ferne glänzend, fernher strahlend; H. h. 31, 13. 32, 8; Theogn. 551; ἔργου [[πρόσωπον]] τηλαυγές, Pind. Ol. 6, 4; [[φέγγος]], N. 3, 64; ἀστέρος τηλαυγέστερον [[φάος]], P. 3, 75; [[ὄχθος]], Soph. Tr. 521; [[ἀκτίς]], Ar. Av. 1092; ἀκτίνων [[σέλας]], 1709; sp. D., [[δαλός]], Ep. ad. 372 (IX, 675); Luc. Hipp. 7; – τηλαυγέστερον ὁρᾶν, weiter in die Ferne sehen, D. Sic. 1, 50.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1105.png Seite 1105]] ές, adv. τηλαυγῶς, weit oder in die Ferne glänzend, fernher strahlend; H. h. 31, 13. 32, 8; Theogn. 551; ἔργου [[πρόσωπον]] τηλαυγές, Pind. Ol. 6, 4; [[φέγγος]], N. 3, 64; ἀστέρος τηλαυγέστερον [[φάος]], P. 3, 75; [[ὄχθος]], Soph. Tr. 521; [[ἀκτίς]], Ar. Av. 1092; ἀκτίνων [[σέλας]], 1709; sp. D., [[δαλός]], Ep. ad. 372 (IX, 675); Luc. Hipp. 7; – τηλαυγέστερον ὁρᾶν, weiter in die Ferne sehen, D. Sic. 1, 50.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui brille au loin <i>ou</i> de loin.<br />'''Étymologie:''' [[τῆλε]], [[αὐγή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τηλαυγής''': -ές, ([[τῆλε]], αὐγὴ) ὁ λάμπων μακρὰν ἢ [[μακρόθεν]], ἀκτινοβολῶν, τ. [[πρόσωπον]], ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ὕμν. Ὁμ. 31. 13· τηλαυγέα εἵματα, ἐπὶ τῆς σελήνης, [[αὐτόθι]] 32. 8· [[φάος]], [[φέγγος]] Πινδ. Π. 3. 135, Ν. 3. 113· [[ἀκτίς]], ἀκτίνων [[σέλας]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1092, 1711· στέφανοι Πινδ. Π. 2. 10· ἀρχομένου δ’ ἔργου [[πρόσωπον]] χρὴ [[θέμεν]] τηλαυγές, «παντὸς γὰρ ἔργου, φησίν, ἀρχομένου περίβλεπτον καὶ ἐξαίρετον δεῖ ποιεῖν τὸ τῆς προσόψεως, [[ἤτοι]] τὴν εἰσβολὴν καὶ τὴν ἀρχὴν λαμπρὰν καὶ [[ἐπίσημον]]» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ο. 6. 5· - μεταφορ., τ. [[νοῦς]], πεφωτισμένος, [[διαυγής]], Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων μακρὰν κειμένων, [[μακρόθεν]] λάμπων, [[μακρόθεν]] φαινόμενος, σκοπιὴ Θέογν. 550· [[ὄχθος]] Σοφ. Τρ. 524, πρβλ. [[τηλεφανής]]. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -γῶς, τηλαυγέστερον ὁρῶ, [[βλέπω]] εἰς μακροτέραν ἀπόστασιν, Διόδ. 1. 50, πρβλ. Στράβ. 807· - σαφῶς, φανερῶς, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. η΄, 25. Ποιητ. [[λέξις]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τηλαυγές· τηλέσκοπον. καθαρόν», - «τηλαυγές, [[λίαν]] λαμπρὸν» Σουΐδ.
|lstext='''τηλαυγής''': -ές, ([[τῆλε]], αὐγὴ) ὁ λάμπων μακρὰν ἢ [[μακρόθεν]], ἀκτινοβολῶν, τ. [[πρόσωπον]], ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ὕμν. Ὁμ. 31. 13· τηλαυγέα εἵματα, ἐπὶ τῆς σελήνης, [[αὐτόθι]] 32. 8· [[φάος]], [[φέγγος]] Πινδ. Π. 3. 135, Ν. 3. 113· [[ἀκτίς]], ἀκτίνων [[σέλας]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1092, 1711· στέφανοι Πινδ. Π. 2. 10· ἀρχομένου δ’ ἔργου [[πρόσωπον]] χρὴ [[θέμεν]] τηλαυγές, «παντὸς γὰρ ἔργου, φησίν, ἀρχομένου περίβλεπτον καὶ ἐξαίρετον δεῖ ποιεῖν τὸ τῆς προσόψεως, [[ἤτοι]] τὴν εἰσβολὴν καὶ τὴν ἀρχὴν λαμπρὰν καὶ [[ἐπίσημον]]» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ο. 6. 5· - μεταφορ., τ. [[νοῦς]], πεφωτισμένος, [[διαυγής]], Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων μακρὰν κειμένων, [[μακρόθεν]] λάμπων, [[μακρόθεν]] φαινόμενος, σκοπιὴ Θέογν. 550· [[ὄχθος]] Σοφ. Τρ. 524, πρβλ. [[τηλεφανής]]. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -γῶς, τηλαυγέστερον ὁρῶ, [[βλέπω]] εἰς μακροτέραν ἀπόστασιν, Διόδ. 1. 50, πρβλ. Στράβ. 807· - σαφῶς, φανερῶς, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. η΄, 25. Ποιητ. [[λέξις]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τηλαυγές· τηλέσκοπον. καθαρόν», - «τηλαυγές, [[λίαν]] λαμπρὸν» Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui brille au loin <i>ou</i> de loin.<br />'''Étymologie:''' [[τῆλε]], [[αὐγή]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater